πολυάνδριος: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui concerne beaucoup d’hommes;<br />τὸ πολυάνδριον :<br /><b>1</b> lieu où se rassemblent beaucoup d’hommes;<br /><b>2</b> lieu de sépulture commune, cimetière.<br />'''Étymologie:''' [[πολύανδρος]].
|btext=α, ον :<br />qui concerne beaucoup d'hommes;<br />τὸ πολυάνδριον :<br /><b>1</b> lieu où se rassemblent beaucoup d'hommes;<br /><b>2</b> lieu de sépulture commune, cimetière.<br />'''Étymologie:''' [[πολύανδρος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[πολύανδρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πολυανδρία]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[πολυάνδριον]]<br />α) [[τόπος]] όπου συγκεντρώνονται πολλοί άνδρες<br />β) [[νεκροταφείο]] πολλών [[ανδρών]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πολυάνδριον]] κακόν» — η [[πορνεία]]<br />β) «[[πολυάνδριος]] [[τάφος]]» — [[νεκροταφείο]] πολλών [[ανδρών]]<br />γ) «πολυάνδριοι δαίμονες» — πνεύματα που συχνάζουν στα νεκροταφεία.
|mltxt=-ον, Α [[πολύανδρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πολυανδρία]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[πολυάνδριον]]<br />α) [[τόπος]] όπου συγκεντρώνονται πολλοί άνδρες<br />β) [[νεκροταφείο]] πολλών [[ανδρών]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πολυάνδριον]] κακόν» — η [[πορνεία]]<br />β) «[[πολυάνδριος]] [[τάφος]]» — [[νεκροταφείο]] πολλών [[ανδρών]]<br />γ) «πολυάνδριοι δαίμονες» — πνεύματα που συχνάζουν στα νεκροταφεία.
}}
}}

Revision as of 12:10, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠάνδριος Medium diacritics: πολυάνδριος Low diacritics: πολυάνδριος Capitals: ΠΟΛΥΑΝΔΡΙΟΣ
Transliteration A: polyándrios Transliteration B: polyandrios Transliteration C: polyandrios Beta Code: polua/ndrios

English (LSJ)

ον, A of or connected with many men, τὸ π. κακὸν μεταδιώκειν, i. e. prostitution, Ph.1.568 (sed leg. -ανδρον) ; π. τάφος, = πολυανδρεῖον, Eun.Hist.p.264 D.; π. δαίμονες spirits which haunt a πολυανδρεῖον, Tab.Defix.Aud.22.30. II Subst. πολῠάνδρ-ιον, τό, place where many people assemble, Plu. 2.823e (pl.). 2 = πολυανδρεῖον, Ph.Bel.86.14, D.H.1.14, Str.9.4.16, J.BJ5.1.3, Plu.Flam.7, Ael.VH12.21.

Greek (Liddell-Scott)

πολυάνδριος: -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἀναφερόμενος εἰς πολλοὺς ἄνδρας, τὸ π. κακὸν μεταδιώκειν, δηλ. τὴν πορνείαν, Φίλων 1. 568. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. πολυάνδριον, τό, τόπος, ἔνθα πολλοὶ συνέρχονται, Πλούτ. 2. 823Ε. 2) τόπος ἔνθα πολλοὶ θάπτονται, νεκροταφεῖον, Διον. Ἁλ. 1. 14, Στράβ., κλ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne beaucoup d'hommes;
τὸ πολυάνδριον :
1 lieu où se rassemblent beaucoup d'hommes;
2 lieu de sépulture commune, cimetière.
Étymologie: πολύανδρος.

Greek Monolingual

-ον, Α πολύανδρος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πολυανδρία
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυάνδριον
α) τόπος όπου συγκεντρώνονται πολλοί άνδρες
β) νεκροταφείο πολλών ανδρών
3. φρ. α) «πολυάνδριον κακόν» — η πορνεία
β) «πολυάνδριος τάφος» — νεκροταφείο πολλών ανδρών
γ) «πολυάνδριοι δαίμονες» — πνεύματα που συχνάζουν στα νεκροταφεία.