παραινετικός: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)" to "")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parainetikos
|Transliteration C=parainetikos
|Beta Code=parainetiko/s
|Beta Code=parainetiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[hortatory]], π. καὶ ὑποθετικὸς τόπος Aristo Stoic.1.80. Adv. -κῶς <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>1.271</span>, <b class="b2">Rev. Ét.Gr</b>.<span class="bibl">28.56</span> (Egypt).</span>
|Definition=ή, όν, [[hortatory]], π. καὶ ὑποθετικὸς τόπος Aristo Stoic.1.80. Adv. -κῶς <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>1.271</span>, <b class="b2">Rev. Ét.Gr</b>.<span class="bibl">28.56</span> (Egypt).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:40, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραινετικός Medium diacritics: παραινετικός Low diacritics: παραινετικός Capitals: ΠΑΡΑΙΝΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: parainetikós Transliteration B: parainetikos Transliteration C: parainetikos Beta Code: parainetiko/s

English (LSJ)

ή, όν, hortatory, π. καὶ ὑποθετικὸς τόπος Aristo Stoic.1.80. Adv. -κῶς S.E.M.1.271, Rev. Ét.Gr.28.56 (Egypt).

German (Pape)

[Seite 479] ή, όν, zum Zureden, Ermuntern, Lehren gehörig, Sext. Emp. adv. Math. 7, 12, öfter, u. a. Sp., auch im adv.

Greek (Liddell-Scott)

παραινετικός: -ή, -όν, συμβουλευτικός, π. καὶ ὑποθετικὸς λόγος Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 12. Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 274 25.

Greek Monolingual

-ή, -ό / παραινετικός, -ή, -όν, ΝΜΑ παραινέτης
1. αυτός που εμπεριέχει παραίνεση, συμβουλή, συμβουλευτικός
2. αυτός που εμπεριέχει προτροπή, ενθάρρυνση, παρακινητικός, προτρεπτικός.
επίρρ...
παραινετικώς και -ά / παραινετικῶς, ΝΑ
με παραινετικό τρόπο, συμβουλευτικά.

Russian (Dvoretsky)

παραινετικός: убеждающий, действующий путем убеждения (λόγος Sext.).