παραινέτης

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραινέτης Medium diacritics: παραινέτης Low diacritics: παραινέτης Capitals: ΠΑΡΑΙΝΕΤΗΣ
Transliteration A: parainétēs Transliteration B: parainetēs Transliteration C: parainetis Beta Code: paraine/ths

English (LSJ)

παραινέτου, ὁ, = παραινετήρ (encourager, adviser) ; παραινέτης γυναικῶν seducer, Vett.Val. 44.25.

German (Pape)

[Seite 479] ὁ, Ermunterer, Ratgeber, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παραινέτης: -ου, ὁ, ὁ παραινῶν, συμβουλεύων, προτρέπων, Εὐστ. Πονημάτ. 242. 57· παραινετήρ, ῆρος, Ἀθήν. 14Β.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ παραινώ
1. άτομο που διδάσκει και διαφωτίζει σχετικά με αυτό που πρέπει να γίνει, σύμβουλος, νουθετητής, συμβουλάτορας
2. αυτός που εμψυχώνει, που ενθαρρύνει
αρχ.
φρ. «παραινέτης γυναικῶν»
μτφ. αυτός που πείθει, που σαγηνεύει τις γυναίκες (Βεττ.).