πισσουργός: Difference between revisions

From LSJ

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pissourgos
|Transliteration C=pissourgos
|Beta Code=pissourgo/s
|Beta Code=pissourgo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[maker of pitch]], ibid.</span>
|Definition=ὁ, [[maker of pitch]], ibid.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πισσουργός''': Ἀττ. πιττ-, όν, (*[[ἔργω]]) κατεργαζόμενος τὴν πίσσαν, δεῖται δὲ ὁ [[ναυπηγός]]… καὶ πιττουργοῦ καὶ στυππειοποιοῦ Θεοδωρήτου περὶ Ὕλης καὶ Κόσμου σελ. 176, ἔκδ. Gaisford, [[Πολυδ]]. Ζʹ, 101.
|lstext='''πισσουργός''': Ἀττ. πιττ-, όν, (*[[ἔργω]]) κατεργαζόμενος τὴν πίσσαν, δεῖται δὲ ὁ [[ναυπηγός]]… καὶ πιττουργοῦ καὶ στυππειοποιοῦ Θεοδωρήτου περὶ Ὕλης καὶ Κόσμου σελ. 176, ἔκδ. Gaisford, Πολυδ. Ζʹ, 101.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, και αττ. τ. πιττουργός, Α<br />[[παρασκευαστής]] πίσσας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίσσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργον]])].
|mltxt=ο, ΝΑ, και αττ. τ. πιττουργός, Α<br />[[παρασκευαστής]] πίσσας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίσσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργον]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:20, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πισσουργός Medium diacritics: πισσουργός Low diacritics: πισσουργός Capitals: ΠΙΣΣΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: pissourgós Transliteration B: pissourgos Transliteration C: pissourgos Beta Code: pissourgo/s

English (LSJ)

ὁ, maker of pitch, ibid.

German (Pape)

[Seite 619] att. -ττουργός, Pech machend, Theer schwelend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πισσουργός: Ἀττ. πιττ-, όν, (*ἔργω) κατεργαζόμενος τὴν πίσσαν, δεῖται δὲ ὁ ναυπηγός… καὶ πιττουργοῦ καὶ στυππειοποιοῦ Θεοδωρήτου περὶ Ὕλης καὶ Κόσμου σελ. 176, ἔκδ. Gaisford, Πολυδ. Ζʹ, 101.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και αττ. τ. πιττουργός, Α
παρασκευαστής πίσσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + -ουργός (< έργον)].