ποικιλάνιος: Difference between revisions
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=poikilanios | |Transliteration C=poikilanios | ||
|Beta Code=poikila/nios | |Beta Code=poikila/nios | ||
|Definition=[ᾱ], ον, Dor. for <b class="b3">-ήνιος</b>, | |Definition=[ᾱ], ον, Dor. for <b class="b3">-ήνιος</b>, [[with broidered reins]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>2.8</span>. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:24, 23 August 2022
English (LSJ)
[ᾱ], ον, Dor. for -ήνιος, with broidered reins, Pi.P.2.8.
Greek (Liddell-Scott)
ποικιλάνιος: -ον, Δωρ. ἀντὶ -ήνιος, ὁ ἔχων πεποικιλμένας τὰς ἡνίας, Πινδ. Π. 2. 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux rênes de couleurs variées.
Étymologie: ποικίλος, ἡνία.
English (Slater)
ποικῐλᾱνιος, -ον
1 with embroidered reins ποικιλανίους πώλους (P. 2.8)
Greek Monolingual
-ον, Α
(δωρ. τ.) αυτός που έχει στολισμένα τα λουριά του χαλινού («ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. του αμάρτυρου ποικιλήνιος (< ποικίλος + -ήνιος < ἡνία), πρβλ. χρυσ-ήνιος].
Greek Monotonic
ποικιλάνιος: -ον, Δωρ. αντί -ήνιος, αυτός που έχει πολυποίκιλτα ηνία, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ποικῐλάνιος: (ᾱ), атт. * ποικῐλήνιος 2 с пестрыми (разукрашенными) поводьями Pind.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποικιλᾱ́νιος -ον [ποικίλος, ἡνία] Dor., met bont versierde teugels.
Middle Liddell
ποικιλ-άνιος, ον,
with broidered reins, Pind.