ποριστικός: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=poristikos
|Transliteration C=poristikos
|Beta Code=poristiko/s
|Beta Code=poristiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[able to supply]] or [[procure]], τῶν ἐπιτηδείων τοῖς στρατιώταις <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>3.1.6</span>; ἀρετή ἐστι δύναμις π. ἀγαθῶν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1366a37</span>, cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>517d</span>; <b class="b3">π. βίβλος</b> treatise [[on supply]], <span class="bibl">Aen.Tact.14.2</span>; π. ἕξις τῶν πρὸς τὸ ζῆν καθηκόντων <span class="title">Stoic.</span>3.67; π.καὶ φυλακτικός <span class="bibl">Phld.<span class="title">Oec.</span>p.67J.</span></span>
|Definition=ή, όν, [[able to supply]] or [[procure]], τῶν ἐπιτηδείων τοῖς στρατιώταις <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>3.1.6</span>; ἀρετή ἐστι δύναμις π. ἀγαθῶν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1366a37</span>, cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>517d</span>; <b class="b3">π. βίβλος</b> treatise [[on supply]], <span class="bibl">Aen.Tact.14.2</span>; π. ἕξις τῶν πρὸς τὸ ζῆν καθηκόντων <span class="title">Stoic.</span>3.67; π.καὶ φυλακτικός <span class="bibl">Phld.<span class="title">Oec.</span>p.67J.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:45, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποριστικός Medium diacritics: ποριστικός Low diacritics: ποριστικός Capitals: ΠΟΡΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: poristikós Transliteration B: poristikos Transliteration C: poristikos Beta Code: poristiko/s

English (LSJ)

ή, όν, able to supply or procure, τῶν ἐπιτηδείων τοῖς στρατιώταις X.Mem.3.1.6; ἀρετή ἐστι δύναμις π. ἀγαθῶν Arist.Rh.1366a37, cf. Pl.Grg.517d; π. βίβλος treatise on supply, Aen.Tact.14.2; π. ἕξις τῶν πρὸς τὸ ζῆν καθηκόντων Stoic.3.67; π.καὶ φυλακτικός Phld.Oec.p.67J.

German (Pape)

[Seite 684] zum Verschaffen, Erwerben geschickt, verschaffend, τινός, Plat. Gorg. 517 d; τῶν ἐπιτηδείων τοῖς στρατιώταις, Xen. Mem. 3, 1, 6; Arist. u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ποριστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πορισμόν, ὁ ἱκανὸς νὰ πορίσῃ ἢ παράσχῃ, τῶν ἐπιτηδείων τοῖς στρατιώταις Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 6· ἀρετή ἐστι δύναμις π. ἀγαθῶν Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 4, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 517D.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui a le talent de procurer, qui procure ou fournit, gén..
Étymologie: πορίζω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ποριστικός, -ή, -όν, ΝΑ πορίζω
1. αυτός που μπορεί να παράσχει κάτιἀρετή ἐστι δύναμις ποριστικὴ ἀγαθῶν», Αριστοτ.)
2. αυτός που αναφέρεται στον πορισμό υλικών μέσων.

Greek Monotonic

ποριστικός: -ή, -όν (πορίζω), ικανός να προσφέρει, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ποριστικός: могущий доставить, умеющий обеспечить (ὁ στρατηγὸς π. τῶν ἐπιτηδείων τοῖς στρατιώταις Xen.): δύναμις ποριστικὴ ἀγαθῶν Arst. сила, дающая блага, т. е. источник благ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποριστικός -ή -όν [πορίζω] in staat om te verschaffen.

Middle Liddell

ποριστικός, ή, όν πορίζω
able to furnish, Xen.