προβατεύς: Difference between revisions
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=provateys | |Transliteration C=provateys | ||
|Beta Code=probateu/s | |Beta Code=probateu/s | ||
|Definition=έως, ὁ, | |Definition=έως, ὁ, = [[προβατευτής]], title of play by Antiphanes, <span class="bibl">Poll.7.184</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:05, 23 August 2022
English (LSJ)
έως, ὁ, = προβατευτής, title of play by Antiphanes, Poll.7.184.
German (Pape)
[Seite 710] ὁ, seltenere Form statt προβατευτής; Philes. de anim. 54, 2; Poll. 7, 184; Titel eines Stückes des Antiphanes, Ath. VII, 295 c.
Greek (Liddell-Scott)
προβᾰτεύς: ὁ, = προβατευτής, ὄνομα κωμῳδίας τοῦ Ἀντιφάνους. ― Κατὰ Σουΐδ.: «προβατεύς, ὁ τῶν προβάτων ποιμήν. καὶ προβατέων, χωρικῶν ἀνθρώπων».
Greek Monolingual
-έως, ό, Α
1. ο προβατευτής
2. ως κύριο όν. Προβατεύς
τίτλος έργου του Αντιφάνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + κατάλ. -εύς (πρβλ. ιππ-εύς)].