προβατευτής

From LSJ

μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβᾰτευτής Medium diacritics: προβατευτής Low diacritics: προβατευτής Capitals: ΠΡΟΒΑΤΕΥΤΗΣ
Transliteration A: probateutḗs Transliteration B: probateutēs Transliteration C: provateftis Beta Code: probateuth/s

English (LSJ)

προβατευτοῦ, ὁ, grazier, Poll.7.184.

German (Pape)

[Seite 710] ὁ, der Vieh, besonders der Schafe hält, Poll. 7, 184.

Greek (Liddell-Scott)

προβᾰτευτής: -οῦ, ὁ, (προβατεύω) ποιμὴν προβάτων, Πολυδ. Ζ΄ 184.

Greek Monolingual

ὁ, Α προβατεύω
βοσκός προβάτων, προβατάρης.