σεμνοπρεπής: Difference between revisions
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=semnoprepis | |Transliteration C=semnoprepis | ||
|Beta Code=semnopreph/s | |Beta Code=semnopreph/s | ||
|Definition=ές, | |Definition=ές, [[solemn-looking]], [[dignified]], <span class="bibl">D.C.42.34</span>, <span class="bibl">D.L.8.11</span> (both Sup.); <b class="b3">τὸ σ</b>.,= [[σεμνοπρέπεια]], <span class="bibl">D.C.68.31</span>. Adv. -πῶς <span class="bibl">Hdn.2.10.3</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:45, 23 August 2022
English (LSJ)
ές, solemn-looking, dignified, D.C.42.34, D.L.8.11 (both Sup.); τὸ σ.,= σεμνοπρέπεια, D.C.68.31. Adv. -πῶς Hdn.2.10.3.
German (Pape)
[Seite 871] ές, von würdigem, vornehmem Anstande, von Würde, Anstand im Aeußern, gravitätisch, anständig, geziemend, Sp., wie D. C. 42, 34 Hdn. 2, 10, 4.
Greek (Liddell-Scott)
σεμνοπρεπής: -ές, ὁ ἔχων σοβαρὸν ἐξωτερικόν, μεγαλοπρεπής, Δίων Κ. 42. 34· τὸ σεμνοπρεπὲς = σεμνοπρέπεια, ὁ αὐτ. 68. 31. - Ἐπίρρ. -πῶς, Ἡρῳδιαν. 2. 10.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ, και σεμνόπρεπος, -η, -ο, Ν
ο σεμνός και σοβαρός στους τρόπους του, στη συμπεριφορά του
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ σεμνοπρεπές
η σεμνοπρέπεια.
επίρρ...
σεμνοπρεπώς / σεμνοπρεπῶς ΝΜΑ
με ευπρέπεια, με σοβαρότητα («μέχρι Μάρκου σεμνοπρεπῶς διοικουμένη σεβάσμιος ἐφαίνετο», Ηρωδιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + -πρεπής / -πρεπος (< πρέπω), πρβλ. αξιο-πρεπής].