σκολιοπόρος: Difference between revisions
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skolioporos | |Transliteration C=skolioporos | ||
|Beta Code=skoliopo/ros | |Beta Code=skoliopo/ros | ||
|Definition=ον, | |Definition=ον, [[with winding passages]], ὦτα <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>1.126</span>. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:03, 23 August 2022
English (LSJ)
ον, with winding passages, ὦτα S.E.P.1.126.
Greek (Liddell-Scott)
σκολιοπόρος: -ον, ὁ ἔχων σκολιοὺς πόρους, σκολιὰς ὀπάς, ὦτα Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 126· - σκολιοπορία, ἡ, Καισάρ. σ. 944, ἔκδ. Mi.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει σκολιούς πόρους, συνεστραμμένες, ελικοειδείς κοιλότητες («ὦτα σκολιοπόρα», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκολιός «λοξός, στρεβλός» + πόρος.
Russian (Dvoretsky)
σκολιοπόρος: с кривыми ходами (ὦτα Sext.).