συγκαταλαγχάνω: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sygkatalagchano | |Transliteration C=sygkatalagchano | ||
|Beta Code=sugkatalagxa/nw | |Beta Code=sugkatalagxa/nw | ||
|Definition= | |Definition=[[occupy]], [[have assigned in common]], τί τισι <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>58</span>. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:30, 23 August 2022
English (LSJ)
occupy, have assigned in common, τί τισι Dam.Pr.58.
Greek Monolingual
Α
γίνομαι κύριος μαζί με κάποιον, καταλαμβάνω μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταλαγχάνω «καταλαμβάνω κάτι με κλήρο»].
Greek Monolingual
Α
γίνομαι κύριος μαζί με κάποιον, καταλαμβάνω μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταλαγχάνω «καταλαμβάνω κάτι με κλήρο»].