σύγκλινος: Difference between revisions
From LSJ
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sygklinos | |Transliteration C=sygklinos | ||
|Beta Code=su/gklinos | |Beta Code=su/gklinos | ||
|Definition=ον, | |Definition=ον, [[sharing one's couch]],= [[συγκλίτης]], <span class="bibl">Men.1070</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:20, 23 August 2022
English (LSJ)
ον, sharing one's couch,= συγκλίτης, Men.1070.
German (Pape)
[Seite 968] ὁ, = συγκλίτης, Men. bei Poll. 6, 12.
Greek (Liddell-Scott)
σύγκλῑνος: -ον, ὁ μετέχων τῆς αὐτῆς κλίνης μετά τινος, = συγκλίτης, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 393.
Greek Monolingual
-η, -ο / σύγκλινος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το σύγκλινο
γεωλ. πτύχωση μεγάλου εύρους σε σχήμα U που περικλείει τα νεώτερα πετρώματα στο κέντρο του σχηματισμού
μσν.-αρχ.
αυτός που κοιμάται στην ίδια κλίνη με άλλον
αρχ.
αυτός που ξαπλώνει στο ίδιο ανάκλιντρο και συντρώγει με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -κλινος (< κλίνη), πρβλ. ομό-κλινος].
Russian (Dvoretsky)
σύγκλινος: ὁ Men. = συγκλίτης.