χαλκισμός: Difference between revisions
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chalkismos | |Transliteration C=chalkismos | ||
|Beta Code=xalkismo/s | |Beta Code=xalkismo/s | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[game played by spinning a copper coin]], which was stopped by the finger before it fell, <span class="bibl">Poll.9.118</span>, <span class="bibl">Eust.986.41</span>, <span class="bibl">1409.18</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:00, 23 August 2022
English (LSJ)
ὁ, game played by spinning a copper coin, which was stopped by the finger before it fell, Poll.9.118, Eust.986.41, 1409.18.
German (Pape)
[Seite 1330] ὁ, ein Spiel mit einer Kupfermünze, die man drehte und vor dem Niederfallen mit ausgestrecktem Finger anhielt; vgl. χαλκίνδα; Poll. 7, 206. 9, 118 u. Eustath.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκισμός: ὁ, παιδιά τις ἣν περιγράφει ὁ Πολυδεύκης ὡς ἑξῆς: «ὁ μὲν χαλκισμός, ὀρθὸν νόμισμα ἔδει συντόνως περιστρέψαντας ἐπιστρεφόμενον ἐπιστῆσαι τῷ δακτύλῳ» Πολυδ. Θ΄, 118· «ἦν ὁ χαλκισμὸς ὀρθοῦ νομίσματος... σύντονος περιδίνησις, μεθ’ ἣν ἔδει τὸν παίζοντα ἐπέχειν ὀρθῷ τῷ δακτύλῳ τὸ νόμισμα... πρὶν ἢ καταπεσεῖν· καὶ τοῦτο ἀνύσας ἐκράτει τὸν χαλκισμὸν καὶ ἦν νικητής» Εὐστ. 986. 41., 1409. 18· πρβλ. χαλκίζω ΙΙ, χαλκίνδα.
Greek Monolingual
ὁ, Α χαλκίζω
είδος παιχνιδιού, η χαλκίνδα («ἦν ὁ χαλκισμὸς ὀρθοῦ νομίσματος στροφὴ καὶ σύντονος περιδίνησις, μεθ' ἧν ἔδει τὸν παίζοντα ἐπέχειν ὀρθῷ τῷ δακτύλῳ τὸ νόμισμα εἰς ὅσον τάχος πρὶν ἢ καταπέσειν
καὶ ὁ τοῦτο ἀνύσας ἐκράτει τὸν χαλκισμὸν καὶ ἦν νικητής», Ευστ.).