βαυκαλίζω: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=vafkalizo | |Transliteration C=vafkalizo | ||
|Beta Code=baukali/zw | |Beta Code=baukali/zw | ||
|Definition= | |Definition== [[βαυκαλάω]], <span class="title">AB</span>85, Hsch. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:45, 23 August 2022
English (LSJ)
= βαυκαλάω, AB85, Hsch.
German (Pape)
[Seite 439] = βαυκαλάω, B. A. 85.
Spanish (DGE)
arrullar a un niño para dormirlo, Hsch., AB 85.28.
Greek Monolingual
(AM βαυκαλίζω)
νανουρίζω, αποκοιμίζω σιγοτραγουδώντας μονότονα
νεοελλ.
1. αποκοιμίζω ή καθησυχάζω κάποιον με απατηλές υποσχέσεις
2. (-ομαι) μένω ήσυχος ξεγελώντας τον εαυτό μου με αβάσιμες ελπίδες και ψεύτικες υποσχέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του βαυκαλώ].