βουκολίσκος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=voukoliskos | |Transliteration C=voukoliskos | ||
|Beta Code=boukoli/skos | |Beta Code=boukoli/skos | ||
|Definition=ὁ, a kind of | |Definition=ὁ, a kind of [[bandage]], Gal.18(1).777. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βουκολίσκος]], ο (Α)<br />[[είδος]] επιδέσμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βουκόλος]]. Η σημ. της λ. προήλθε από μεταφορική [[χρήση]], η οποία δεν [[είναι]] δυνατόν να ερμηνευθεί ( | |mltxt=[[βουκολίσκος]], ο (Α)<br />[[είδος]] επιδέσμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βουκόλος]]. Η σημ. της λ. προήλθε από μεταφορική [[χρήση]], η οποία δεν [[είναι]] δυνατόν να ερμηνευθεί ([[πρβλ]]. [[βουβωνίσκος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:59, 23 August 2022
English (LSJ)
ὁ, a kind of bandage, Gal.18(1).777.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ medic. un tipo de vendaje Gal.18(1).777.
Greek Monolingual
βουκολίσκος, ο (Α)
είδος επιδέσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βουκόλος. Η σημ. της λ. προήλθε από μεταφορική χρήση, η οποία δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθεί (πρβλ. βουβωνίσκος)].