κατάρης: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataris
|Transliteration C=kataris
|Beta Code=kata/rhs
|Beta Code=kata/rhs
|Definition=[[ἄνεμος]], [[ὁ]], a wind <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[rushing from above]], <span class="bibl">Alc.135</span>, Sapph. 160 ([[varia lectio|v.l.]] [[κατώρης]]).</span>
|Definition=[[ἄνεμος]], [[ὁ]], a wind [[rushing from above]], <span class="bibl">Alc.135</span>, Sapph. 160 ([[varia lectio|v.l.]] [[κατώρης]]).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 00:55, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάρης Medium diacritics: κατάρης Low diacritics: κατάρης Capitals: ΚΑΤΑΡΗΣ
Transliteration A: katárēs Transliteration B: katarēs Transliteration C: kataris Beta Code: kata/rhs

English (LSJ)

ἄνεμος, , a wind rushing from above, Alc.135, Sapph. 160 (v.l. κατώρης).

German (Pape)

[Seite 1374] ἄνεμος, Sappho frg. 99, von καταίρω, ein niederfahrender Sturmwind, nach Eust. 603, 35 διὰ τὸ κατωφερῆ ὁρμὴν ἔχειν.

Greek (Liddell-Scott)

κατάρης: ἄνεμος, ὁ, ἄνωθεν ὁρμῶν ἄνεμος, «τὸ συνεστραμμένον πνεῦμα καὶ καταράσσον διὰ τὸ κατωφερῆ ὁρμὴν ἔχειν», τυφὼν Ἀλκαῖ. (131) καὶ Σαπφὼ παρ’ Εὐστ. 603. 35. (Ἕτεροι γράφουσι κατάρτης ἐκ τοῦ καταίρω).

Greek Monolingual

κατάρης και κατώρης, ὁ (Α)
φρ. «κατάρης ἄνεμος» — ο άνεμος που φυσάει ορμητικά προς τα κάτω, ο τυφώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δ. γρφ. του κατώρης].

Russian (Dvoretsky)

κᾰτάρης: v.l. κατάρτης (τᾱ) ὁ срывающийся сверху, бурно налетающий (ἄνεμος Sappho).