τυφώνας
From LSJ
οὐαὶ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί → woe unto you scribes and Pharisees hypocrites
Greek Monolingual
ο / τυφῶν, -ῶνος, ΝΑ, και τυφώς, -ῶ, Α
σίφωνας, κυκλώνας, θύελλα, ανεμοστρόβιλος, λαίλαπα
νεοελλ.
(ειδικά) (μετεωρ.)
τροπικός κυκλώνας, βίαιος στρόβιλος αέρα που καλύπτει κατά τη μετακίνησή του εκτεταμένες σχετικά περιοχές και εμφανίζει μεγάλη συχνότητα πάνω από τα δυτικά τμήματα του Ειρηνικού και του Ατλαντικού, τον Ινδικό Ωκεανό, την Καραϊβική και τον Κόλπο του Μεξικού, προξενώντας μεγάλες καταστροφές
αρχ.
1. αστρον. α) είδος κομήτη
β) ο αστερισμός της Μεγάλης Άρκτου ή μέρος του αστερισμού αυτού
2. περηφάνια, αλαζονεία
3. (σε μαγική φράση, σε ξόρκι) γάιδαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. Τυφωεύς.