κορυμβώδης: Difference between revisions

From LSJ

γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman

Source
(6_7)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=korymvodis
|Transliteration C=korymvodis
|Beta Code=korumbw/dhs
|Beta Code=korumbw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v.l. for [[κορυμβοειδής]], Dsc.3.24.</span>
|Definition=ες, [[varia lectio|v.l.]] for [[κορυμβοειδής]], Dsc.3.24.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κορυμβώδης''': -ες, = [[κορυμβοειδής]], Διοσκ. 3. 29.
|lstext='''κορυμβώδης''': -ες, = [[κορυμβοειδής]], Διοσκ. 3. 29.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[κορυμβώδης]], -ῶδες) [[κόρυμβος]]<br />(για [[άνθος]]) διατεταγμένος [[κατά]] κορύμβους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φυτό]]) αυτός που έχει κορυμβώδη [[άνθη]]<br /><b>2.</b> (για δένδρα) αυτά τών οποίων οι κλάδοι έχουν [[διάταξη]] κορύμβου.
}}
}}

Latest revision as of 02:10, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορυμβώδης Medium diacritics: κορυμβώδης Low diacritics: κορυμβώδης Capitals: ΚΟΡΥΜΒΩΔΗΣ
Transliteration A: korymbṓdēs Transliteration B: korymbōdēs Transliteration C: korymvodis Beta Code: korumbw/dhs

English (LSJ)

ες, v.l. for κορυμβοειδής, Dsc.3.24.

Greek (Liddell-Scott)

κορυμβώδης: -ες, = κορυμβοειδής, Διοσκ. 3. 29.

Greek Monolingual

-ες (Α κορυμβώδης, -ῶδες) κόρυμβος
(για άνθος) διατεταγμένος κατά κορύμβους
νεοελλ.
1. (για φυτό) αυτός που έχει κορυμβώδη άνθη
2. (για δένδρα) αυτά τών οποίων οι κλάδοι έχουν διάταξη κορύμβου.