λαθάνεμος: Difference between revisions
From LSJ
εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lathanemos | |Transliteration C=lathanemos | ||
|Beta Code=laqa/nemos | |Beta Code=laqa/nemos | ||
|Definition=[<b class="b3">ᾰν], ον</b>, Dor. for ληθ-, | |Definition=[<b class="b3">ᾰν], ον</b>, Dor. for ληθ-, [[escaping wind]], ὥρα <span class="bibl">Simon.12.3</span>. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 02:50, 24 August 2022
English (LSJ)
[ᾰν], ον, Dor. for ληθ-, escaping wind, ὥρα Simon.12.3.
Greek (Liddell-Scott)
λᾱθάνεμος: -ον, Δωρ. ἀντὶ τοῦ ληθ-, διαφεύγων τὸν ἄνεμον, νήνεμος, γαλήνιος, ὥρα Σιμων. 12.
Greek Monolingual
λαθάνεμος και ληθάνεμος, -ον (Α)
αυτός που διαφεύγει τον άνεμο, αυτός που δεν έχει άνεμο, ήρεμος, γαλήνιος («λαθάνεμος ὥρα», Σιμων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαθ- του λανθάνω, (πρβλ. αόρ. ἔ-λαθ-ον) + ἄνεμος (πρβλ. αλεξάνεμος, κωλυσάνεμος). Ο τ. ληθάνεμος < θ. ληθ- του λανθάνω (πρβλ. παρακμ. λέ-ληθ-α) + ἄνεμος.
Russian (Dvoretsky)
λᾱθάνεμος: (ᾰν) безветренный, тихий (ὥρα Simonides ap. Arst.).