λαμπαδάρχης: Difference between revisions
From LSJ
πάντων χρηµάτων µέτρον ἐστίν ἄνθρωπος, τῶν µέν ὄντων ὡς ἐστιν, τῶν δέ οὐκ ὄντων ὡς οὐκ ἔστιν → man is the measure of all things, of things which are, that they are, and of things which are not, that they are not (Protagoras fr.1)
mNo edit summary |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lampadarchis | |Transliteration C=lampadarchis | ||
|Beta Code=lampada/rxhs | |Beta Code=lampada/rxhs | ||
|Definition=ου, ὁ, | |Definition=ου, ὁ, [[holder]] of the [[office]] of [[λαμπαδαρχία]], <span class="title">JHS</span>7.150 (Samos), <span class="title">CIG</span> (add.) 3886 (Eumenia):— also λαμπᾰδάρχ-αρχος, <span class="title">IG</span>12(5).176 ii (Paros), 11(2).203 <span class="title">A</span>65 (Delos, iii B. C.), <span class="title">AJA</span>19.446 (Opunt.Locr., iii B. C.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λαμπαδάρχης]] και [[λαμπάδαρχος]], ό, θηλ. [[λαμπαδάρχισσα]] (Α)<br />αυτός που είχε το [[αξίωμα]] της λαμπαδαρχίας, [[επόπτης]] και [[χορηγός]] λαμπαδηδρομιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαμπάς]], -[[άδος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i> / -<i>αρχος</i>]. | |mltxt=[[λαμπαδάρχης]] και [[λαμπάδαρχος]], ό, θηλ. [[λαμπαδάρχισσα]] (Α)<br />αυτός που είχε το [[αξίωμα]] της λαμπαδαρχίας, [[επόπτης]] και [[χορηγός]] λαμπαδηδρομιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαμπάς]], -[[άδος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i> / -<i>αρχος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 02:55, 24 August 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, holder of the office of λαμπαδαρχία, JHS7.150 (Samos), CIG (add.) 3886 (Eumenia):— also λαμπᾰδάρχ-αρχος, IG12(5).176 ii (Paros), 11(2).203 A65 (Delos, iii B. C.), AJA19.446 (Opunt.Locr., iii B. C.).
Greek Monolingual
λαμπαδάρχης και λαμπάδαρχος, ό, θηλ. λαμπαδάρχισσα (Α)
αυτός που είχε το αξίωμα της λαμπαδαρχίας, επόπτης και χορηγός λαμπαδηδρομιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπάς, -άδος + -άρχης / -αρχος].