μονόπτωτος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=monoptotos | |Transliteration C=monoptotos | ||
|Beta Code=mono/ptwtos | |Beta Code=mono/ptwtos | ||
|Definition=ον, | |Definition=ον, [[with but one case]], <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>29.1</span>, <span class="bibl">Porph.<span class="title">in Cat.</span> 62.4</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 04:40, 24 August 2022
English (LSJ)
ον, with but one case, A.D.Synt.29.1, Porph.in Cat. 62.4.
German (Pape)
[Seite 204] mit einem Falle od. Casus, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
μονόπτωτος: -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνον πτῶσιν, Χοιροβοσκ. 1. 370.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μονόπτωτος, -ον)
γραμμ. αυτός που έχει μία μόνο πτώση
νεοελλ.
(για ρήματα)
αυτός που συντάσσεται με μία μόνο πτώση, που δέχεται ένα μόνο αντικείμενο («το ρήμα τρώω είναι μονόπτωτο, ενώ το ρήμα λέω είναι δίπτωτο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + πτωτός από θ. πτω- (πρβλ. πτώσις) του πί-πτω (πρβλ. άπτωτος, πολύπτωτος)].
Russian (Dvoretsky)
μονόπτωτος: грам. однопадежный.