ἀναπαυτικός: Difference between revisions
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anapaftikos | |Transliteration C=anapaftikos | ||
|Beta Code=a)napautiko/s | |Beta Code=a)napautiko/s | ||
|Definition=ή, όν, | |Definition=ή, όν, [[giving rest]], <span class="bibl">Ptol. <span class="title">Tetr.</span>20</span>. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀναπαυτικός]], -ή, -όν) [[ἀναπαύω]]<br />αυτός που προσφέρει [[ανάπαυση]], [[άνετος]], [[ξεκούραστος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀναπαυτικόν</i> στρατιωτικό [[παράγγελμα]] για [[ανάπαυση]], [[διακοπή]]. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀναπαυτικός]], -ή, -όν) [[ἀναπαύω]]<br />αυτός που προσφέρει [[ανάπαυση]], [[άνετος]], [[ξεκούραστος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀναπαυτικόν</i> στρατιωτικό [[παράγγελμα]] για [[ανάπαυση]], [[διακοπή]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:12, 24 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, giving rest, Ptol. Tetr.20.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀναπαυτικός, -ή, -όν) ἀναπαύω
αυτός που προσφέρει ανάπαυση, άνετος, ξεκούραστος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀναπαυτικόν στρατιωτικό παράγγελμα για ανάπαυση, διακοπή.