ἀνεπίστρεπτος: Difference between revisions
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anepistreptos | |Transliteration C=anepistreptos | ||
|Beta Code=a)nepi/streptos | |Beta Code=a)nepi/streptos | ||
|Definition=ον, prop. | |Definition=ον, prop. [[without turning round]]: hence metaph., [[indifferent]], [[heedless]], πάντων Phld.<span class="title">Herc.</span> 1251.17, cf. <span class="bibl">Artem. 2.37</span>. Adv. [[ἀνεπιστρέπτως]] <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>2.9.4</span>, <span class="title">PMag.Par.</span>1.45: also [[ἀνεπιστρεπτεί]] or [[ἀνεπιστρεπτί]] <span class="bibl">Ph.1.90</span> (-τί), Plu.2.46e, 418b, <span class="title">PMag.Lond.</span>121.439. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:14, 24 August 2022
English (LSJ)
ον, prop. without turning round: hence metaph., indifferent, heedless, πάντων Phld.Herc. 1251.17, cf. Artem. 2.37. Adv. ἀνεπιστρέπτως Arr.Epict.2.9.4, PMag.Par.1.45: also ἀνεπιστρεπτεί or ἀνεπιστρεπτί Ph.1.90 (-τί), Plu.2.46e, 418b, PMag.Lond.121.439.
German (Pape)
[Seite 225] sich. nicht kehrend an etwas, unbekümmert um etwas, τινός, Synes.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίστρεπτος: -ον, ὁ μὴ ἐπιστρεφόμενος: μεταφ., ἀπρόσεκτος, ἀδιάφορος, Ἀρτεμίδ.· τινὸς Συνέσ. 145C. - Ἐπίρρ. -τως Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 9, 4· ὡσαύτως -τεὶ ἢ τί, Πλούτ. 2. 46Ε, 418Β.
Spanish (DGE)
-ον
1 indiferente, que no presta atención de pers., c. gen. πάντων Phld.Herc.1251.17.20, τοῦ ζῴου Synes.Insom.M.66.1301B
•subst. τὸ ἀνεπίστρεπτον = indiferencia τὸ ἀνεπίστρεπτον τῶν ἐντυγχανόντων Artem.2.37 (p.170).
2 adv. ἀνεπιστρέπτως = sin prestar atención ποιοῦμεν Arr.Epict.2.9.4, ἠθροίζοντο LXX 3Ma.1.20, cf. Hsch.
Greek Monolingual
και -φτος, -η, -ο (ΑΜ ἀνεπίστρεπτος, -ον)
αυτός που δεν επιστρέφει πίσω
νεοελλ.
1. αυτός που δεν μπορεί να επιστρέψει
2. (για πράγματα) εκείνος που δεν ξαναδίνεται («ανεπίστρεπτα τα γαμήλια δώρα»)
3. αυτός που δεν είναι δεκτικός επιστροφής («τα αποστελλόμενα χειρόγραφα είναι ανεπίστρεπτα»)
4. φρ. «δανεικά και ανεπίστρεφτα»
αρχ.
αμελής, αδιάφορος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπίστρεπτος: не оборачивающийся назад: ἀ. φεύγει Plut. он бежит без оглядки.