δοχείο: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(9) |
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM | |mltxt=το (AM δοχεῖον<br />Α και δοχήιον) [[δέχομαι]]<br />[[σκεύος]] όπου τοποθετούνται ρευστές [[κυρίως]] ουσίες, [[αγγείο]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αποθήκη]] τροφίμων σε [[μοναστήρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ουροδοχείο]], [[αγγείο]]<br /><b>2.</b> «[[δοχείο]] πάσης ρυπαρότητος» — κακοηθέστατος, [[λέρα]], [[καθίκι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[χτιστός]] [[λάκκος]] όπου χύνεται ο [[μούστος]] από το [[πατητήρι]]<br /><b>2.</b> [[ξενώνας]] μοναστηριού. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:21, 24 August 2022
Greek Monolingual
το (AM δοχεῖον
Α και δοχήιον) δέχομαι
σκεύος όπου τοποθετούνται ρευστές κυρίως ουσίες, αγγείο
μσν.- νεοελλ.
αποθήκη τροφίμων σε μοναστήρι
νεοελλ.
1. ουροδοχείο, αγγείο
2. «δοχείο πάσης ρυπαρότητος» — κακοηθέστατος, λέρα, καθίκι
μσν.
1. χτιστός λάκκος όπου χύνεται ο μούστος από το πατητήρι
2. ξενώνας μοναστηριού.