κακότητα: Difference between revisions
From LSJ
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
(18) |
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[κακότης]]) [[κακός]]<br /><b>1.</b> [[κακός]] [[χαρακτήρας]], [[κακία]], [[έχθρα]], [[μοχθηρία]], [[πονηρία]] («τείσασθαι Ἀλέξανδρον κακότητος», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> κακή [[πρόθεση]] («οὐδεμιῇ κακότητι λειφθῆναι τῆς ναυμαχίης», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />κακή [[κατάσταση]], [[αθλιότητα]] («εὐναὶ δὲ παράτροποι ἐς κακότητ' ἀθρόαν ἔβαλον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κακή [[κατάσταση]], κακή [[ποιότητα]] («[[κακότης]] τῶν οὔρων», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] σε [[μάχη]]) τα [[δεινά]] του πολέμου («Τρῶες ἀνέπνευσαν κακότητος», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> <i>αἱ κακότητες</i><br />οι κακές ιδιότητες («ἀφέλοιτο γὰρ ἂν ἡ [[ἕψησις]] τῶν κακοτήτων | |mltxt=η (AM [[κακότης]]) [[κακός]]<br /><b>1.</b> [[κακός]] [[χαρακτήρας]], [[κακία]], [[έχθρα]], [[μοχθηρία]], [[πονηρία]] («τείσασθαι Ἀλέξανδρον κακότητος», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> κακή [[πρόθεση]] («οὐδεμιῇ κακότητι λειφθῆναι τῆς ναυμαχίης», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />κακή [[κατάσταση]], [[αθλιότητα]] («εὐναὶ δὲ παράτροποι ἐς κακότητ' ἀθρόαν ἔβαλον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κακή [[κατάσταση]], κακή [[ποιότητα]] («[[κακότης]] τῶν οὔρων», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] σε [[μάχη]]) τα [[δεινά]] του πολέμου («Τρῶες ἀνέπνευσαν κακότητος», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> <i>αἱ κακότητες</i><br />οι κακές ιδιότητες («ἀφέλοιτο γὰρ ἂν ἡ [[ἕψησις]] τῶν κακοτήτων αὐτοῦ τὸ πλεῖον», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> [[φαυλότητα]], [[ανανδρία]], [[αχρειότητα]] («ἀνδρῶν κακότητι καὶ ἀφραδίῃ πολέμοιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:22, 24 August 2022
Greek Monolingual
η (AM κακότης) κακός
1. κακός χαρακτήρας, κακία, έχθρα, μοχθηρία, πονηρία («τείσασθαι Ἀλέξανδρον κακότητος», Ομ. Ιλ.)
2. κακή πρόθεση («οὐδεμιῇ κακότητι λειφθῆναι τῆς ναυμαχίης», Ηρόδ.)
μσν.-αρχ.
κακή κατάσταση, αθλιότητα («εὐναὶ δὲ παράτροποι ἐς κακότητ' ἀθρόαν ἔβαλον», Πίνδ.)
αρχ.
1. κακή κατάσταση, κακή ποιότητα («κακότης τῶν οὔρων», Ιπποκρ.)
2. (ιδίως σε μάχη) τα δεινά του πολέμου («Τρῶες ἀνέπνευσαν κακότητος», Ομ. Οδ.)
3. πληθ. αἱ κακότητες
οι κακές ιδιότητες («ἀφέλοιτο γὰρ ἂν ἡ ἕψησις τῶν κακοτήτων αὐτοῦ τὸ πλεῖον», Ιπποκρ.)
4. φαυλότητα, ανανδρία, αχρειότητα («ἀνδρῶν κακότητι καὶ ἀφραδίῃ πολέμοιο», Ομ. Ιλ.).