υδραγωγείο: Difference between revisions

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
(42)
 
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / ὑδραγωγεῑον, ΝΜΑ, και [[ὑδραγώγιον]] ΜΑ [[ὑδραγωγός]]<br /><b>1.</b> [[τεχνητός]] [[αγωγός]] μεταφοράς νερού<br /><b>2.</b> (ειδικά) τεχνικό [[έργο]] γεφυροποιίας για τη [[διοχέτευση]] υδάτινου ρεύματος μέσω εδαφικού βυθίσματος ή κοιλάδας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>τεχνολ.</b> [[σύστημα]] σωλήνων, ορυγμάτων, διωρύγων, σηράγγων και έργων υποστηρίξεως, που χρησιμοποιείται για τη [[διοχέτευση]] νερού από τις πηγές του στο κύριο [[σημείο]] διανομής.
|mltxt=το / ὑδραγωγεῖον, ΝΜΑ, και [[ὑδραγώγιον]] ΜΑ [[ὑδραγωγός]]<br /><b>1.</b> [[τεχνητός]] [[αγωγός]] μεταφοράς νερού<br /><b>2.</b> (ειδικά) τεχνικό [[έργο]] γεφυροποιίας για τη [[διοχέτευση]] υδάτινου ρεύματος μέσω εδαφικού βυθίσματος ή κοιλάδας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>τεχνολ.</b> [[σύστημα]] σωλήνων, ορυγμάτων, διωρύγων, σηράγγων και έργων υποστηρίξεως, που χρησιμοποιείται για τη [[διοχέτευση]] νερού από τις πηγές του στο κύριο [[σημείο]] διανομής.
}}
}}

Revision as of 10:23, 24 August 2022

Greek Monolingual

το / ὑδραγωγεῖον, ΝΜΑ, και ὑδραγώγιον ΜΑ ὑδραγωγός
1. τεχνητός αγωγός μεταφοράς νερού
2. (ειδικά) τεχνικό έργο γεφυροποιίας για τη διοχέτευση υδάτινου ρεύματος μέσω εδαφικού βυθίσματος ή κοιλάδας
νεοελλ.
τεχνολ. σύστημα σωλήνων, ορυγμάτων, διωρύγων, σηράγγων και έργων υποστηρίξεως, που χρησιμοποιείται για τη διοχέτευση νερού από τις πηγές του στο κύριο σημείο διανομής.