ἡμιπληγία: Difference between revisions

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=imipligia
|Transliteration C=imipligia
|Beta Code=h(miplhgi/a
|Beta Code=h(miplhgi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[paralysis]], <span class="bibl">Paul.Aeg.3.16</span>.</span>
|Definition=ἡ, [[paralysis]], <span class="bibl">Paul.Aeg.3.16</span>.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἡμιπληγία]])<br /><b>ιατρ.</b> [[απώλεια]] της εκούσιας κινητικότητας στο δεξιό ή στο αριστερό ήμισυ του σώματος, η οποία [[είναι]] [[αποτέλεσμα]] βλάβης της λεγόμενης πυραμιδικής οδού του κεντρικού νευρικού συστήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ημιπληγής]]. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>hemiplegie</i> και <i>hemiplexie</i>). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Διονύσιο Πύρρο].
|mltxt=η (AM [[ἡμιπληγία]])<br /><b>ιατρ.</b> [[απώλεια]] της εκούσιας κινητικότητας στο δεξιό ή στο αριστερό ήμισυ του σώματος, η οποία [[είναι]] [[αποτέλεσμα]] βλάβης της λεγόμενης πυραμιδικής οδού του κεντρικού νευρικού συστήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ημιπληγής]]. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>hemiplegie</i> και <i>hemiplexie</i>). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Διονύσιο Πύρρο].
}}
}}

Revision as of 10:53, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιπληγία Medium diacritics: ἡμιπληγία Low diacritics: ημιπληγία Capitals: ΗΜΙΠΛΗΓΙΑ
Transliteration A: hēmiplēgía Transliteration B: hēmiplēgia Transliteration C: imipligia Beta Code: h(miplhgi/a

English (LSJ)

ἡ, paralysis, Paul.Aeg.3.16.

Greek Monolingual

η (AM ἡμιπληγία)
ιατρ. απώλεια της εκούσιας κινητικότητας στο δεξιό ή στο αριστερό ήμισυ του σώματος, η οποία είναι αποτέλεσμα βλάβης της λεγόμενης πυραμιδικής οδού του κεντρικού νευρικού συστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημιπληγής. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. hemiplegie και hemiplexie). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Διονύσιο Πύρρο].