ἱλαροτραγῳδία: Difference between revisions

From LSJ

δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative

Source
(6_10)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 7: Line 7:
|Transliteration B=hilarotragōdia
|Transliteration B=hilarotragōdia
|Transliteration C=ilarotragodia
|Transliteration C=ilarotragodia
|Beta Code=i(larotragw&#124;di/a
|Beta Code=i(larotragw&#x007C;di/a
|Definition=[<b class="b3">ῐ], ἡ</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">burlesque tragedy</b>, invented by Rhinthon, Suid. s.v. [[Ῥίνθων]].</span>
|Definition=[ῐ], ἡ, [[burlesque tragedy]], invented by Rhinthon, Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[Ῥίνθων]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱλᾰροτραγῳδία''': ἡ, ἡ ἐκ τοῦ τραγικοῦ εἰς τὸ κωμικὸν καταπίπτουσα [[τραγῳδία]], ἐφεῦρε δὲ αὐτὴν πρῶτος Ρίνθων ὁ Ταραντῖνος [[κωμικός]], Σουΐδ. ἐν λ. Ρίνθων.
|lstext='''ἱλᾰροτραγῳδία''': ἡ, ἡ ἐκ τοῦ τραγικοῦ εἰς τὸ κωμικὸν καταπίπτουσα [[τραγῳδία]], ἐφεῦρε δὲ αὐτὴν πρῶτος Ρίνθων ὁ Ταραντῖνος [[κωμικός]], Σουΐδ. ἐν λ. Ρίνθων.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α ἱλαροτραγωδία)<br /><b>1.</b> [[τραγωδία]] που καταλήγει σε κωμικό [[αποτέλεσμα]] και έχει ως κύριο [[στοιχείο]] της τη φιλολογική [[παρωδία]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] σοβαροφανές [[γεγονός]] το οποίο ουσιαστικά [[είναι]] κωμικό ή έχει κωμική [[έκβαση]].
}}
}}

Latest revision as of 10:55, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱλᾰροτρᾰγῳδία Medium diacritics: ἱλαροτραγῳδία Low diacritics: ιλαροτραγωδία Capitals: ΙΛΑΡΟΤΡΑΓΩΔΙΑ
Transliteration A: hilarotragōidía Transliteration B: hilarotragōdia Transliteration C: ilarotragodia Beta Code: i(larotragw|di/a

English (LSJ)

[ῐ], ἡ, burlesque tragedy, invented by Rhinthon, Suid. s.v. Ῥίνθων.

German (Pape)

[Seite 1250] ἡ, heitere Tragödie, die Rhinton erfunden, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἱλᾰροτραγῳδία: ἡ, ἡ ἐκ τοῦ τραγικοῦ εἰς τὸ κωμικὸν καταπίπτουσα τραγῳδία, ἐφεῦρε δὲ αὐτὴν πρῶτος Ρίνθων ὁ Ταραντῖνος κωμικός, Σουΐδ. ἐν λ. Ρίνθων.

Greek Monolingual

η (Α ἱλαροτραγωδία)
1. τραγωδία που καταλήγει σε κωμικό αποτέλεσμα και έχει ως κύριο στοιχείο της τη φιλολογική παρωδία
2. κάθε σοβαροφανές γεγονός το οποίο ουσιαστικά είναι κωμικό ή έχει κωμική έκβαση.