ὀνηγός: Difference between revisions
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
(9) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=onigos | |Transliteration C=onigos | ||
|Beta Code=o)nhgo/s | |Beta Code=o)nhgo/s | ||
|Definition=ὁ, <span | |Definition=ὁ, v. [[ὀναγός]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0346.png Seite 346]] ὁ, Eselführer. S. [[ὀναγός]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὀνηγός''': ὁ, ἴδε [[ὀναγός]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[ὀνηγός]] και δωρ. τ. [[ὀναγός]])<br />[[οδηγός]] όνου, [[ονηλάτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>πλο</i>-<i>ηγός</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:56, 24 August 2022
English (LSJ)
ὁ, v. ὀναγός.
German (Pape)
[Seite 346] ὁ, Eselführer. S. ὀναγός.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνηγός: ὁ, ἴδε ὀναγός.
Greek Monolingual
ο (Α ὀνηγός και δωρ. τ. ὀναγός)
οδηγός όνου, ονηλάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. πλο-ηγός. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].