μελλοθάνατος: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
m (Text replacement - "[<b class="b3">θᾰ], ον</b>" to "[θᾰ], ον") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=μελλοθᾰ́νᾰτος | ||
|Medium diacritics=μελλοθάνατος | |Medium diacritics=μελλοθάνατος | ||
|Low diacritics=μελλοθάνατος | |Low diacritics=μελλοθάνατος |
Revision as of 16:42, 24 August 2022
English (LSJ)
[θᾰ], ον, at the point of aeath, Sch.Ar. Pl.277.
German (Pape)
[Seite 125] im Begriffe zu sterben, dem Tode nahe, zw.
Greek (Liddell-Scott)
μελλοθάνᾰτος: -ον, ὁ μέλλων ἐντὸς ὀλίγου νὰ ἀποθάνῃ, Σχόλ. εἰς Ἀριστ. Πλ. 277.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑM μελλοθάνατος, -ον)
αυτός που πρόκειται να πεθάνει σύντομα
νεοελλ.
άνθρωπος καταδικασμένος σε θάνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + θάνατος (πρβλ. ετοιμο-θάνατος)].