παύση: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(31)
 
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πάψη]] και πάψιμο / παῡσις, ἡ, ΝΑ [[παύω]]<br />η [[κατάπαυση]], η [[λήξη]], η [[διακοπή]], το [[σταμάτημα]] (α. «[[παύση]] εργασίας» β. «ἐκόψαμεν αὐτὴν ἀπὸ [[ἔθνος]] καὶ παῡσιν παύσεται», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[απόλυση]] από την [[υπηρεσία]] («τιμωρήθηκε με οριστική [[παύση]]»)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> το σχετικό [[έγγραφο]] («του κοινοποιήθηκε η [[παύση]]»)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι παύσεις</i><br />(ενν. τών μαθημάτων) οι θερινές διακοπές τών σχολείων<br /><b>4.</b> <b>μουσ.</b> χρονική [[διάρκεια]] [[χωρίς]] ήχο σε ένα μουσικό [[μέλος]]<br /><b>5.</b> <b>μουσ.</b> [[παύση]] ή [[σημείο]] παύσεως</i><br />το μουσικό [[σημείο]] που γράφεται στο πεντάγραμμο και παριστάνει τη [[διάρκεια]] της παύσης («[[παύση]] ογδόου»).
|mltxt=και [[πάψη]] και πάψιμο / [[παῦσις]], ἡ, ΝΑ [[παύω]]<br />η [[κατάπαυση]], η [[λήξη]], η [[διακοπή]], το [[σταμάτημα]] (α. «[[παύση]] εργασίας» β. «ἐκόψαμεν αὐτὴν ἀπὸ [[ἔθνος]] καὶ παῦσιν παύσεται», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[απόλυση]] από την [[υπηρεσία]] («τιμωρήθηκε με οριστική [[παύση]]»)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> το σχετικό [[έγγραφο]] («του κοινοποιήθηκε η [[παύση]]»)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι παύσεις</i><br />(ενν. τών μαθημάτων) οι θερινές διακοπές τών σχολείων<br /><b>4.</b> <b>μουσ.</b> χρονική [[διάρκεια]] [[χωρίς]] ήχο σε ένα μουσικό [[μέλος]]<br /><b>5.</b> <b>μουσ.</b> [[παύση]] ή [[σημείο]] παύσεως</i><br />το μουσικό [[σημείο]] που γράφεται στο πεντάγραμμο και παριστάνει τη [[διάρκεια]] της παύσης («[[παύση]] ογδόου»).
}}
}}

Latest revision as of 06:50, 31 August 2022

Greek Monolingual

και πάψη και πάψιμο / παῦσις, ἡ, ΝΑ παύω
η κατάπαυση, η λήξη, η διακοπή, το σταμάτημα (α. «παύση εργασίας» β. «ἐκόψαμεν αὐτὴν ἀπὸ ἔθνος καὶ παῦσιν παύσεται», ΠΔ)
νεοελλ.
1. η απόλυση από την υπηρεσία («τιμωρήθηκε με οριστική παύση»)
2. συνεκδ. το σχετικό έγγραφο («του κοινοποιήθηκε η παύση»)
3. στον πληθ. οι παύσεις
(ενν. τών μαθημάτων) οι θερινές διακοπές τών σχολείων
4. μουσ. χρονική διάρκεια χωρίς ήχο σε ένα μουσικό μέλος
5. μουσ. παύση ή σημείο παύσεως
το μουσικό σημείο που γράφεται στο πεντάγραμμο και παριστάνει τη διάρκεια της παύσης («παύση ογδόου»).