πολύγαμος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῆμα παρὰ καιρὸν ῥηθὲν ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um

Menander, Monostichoi, 466
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "Full diacritics=πολῠ" to "Full diacritics=πολῠ́")
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=πολῠγᾰμος
|Full diacritics=πολῠ́γᾰμος
|Medium diacritics=πολύγαμος
|Medium diacritics=πολύγαμος
|Low diacritics=πολύγαμος
|Low diacritics=πολύγαμος

Revision as of 09:15, 31 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́γᾰμος Medium diacritics: πολύγαμος Low diacritics: πολύγαμος Capitals: ΠΟΛΥΓΑΜΟΣ
Transliteration A: polýgamos Transliteration B: polygamos Transliteration C: polygamos Beta Code: polu/gamos

English (LSJ)

ον, often-married, or, living in polygamy, Poll.3.48, Ptol.Tetr.183.

German (Pape)

[Seite 660] oft verheirathet, ein Mann, welcher mehrere Frauen, und eine Frau, welche mehrere Männer nimmt, Sp., vgl. Poll.

Greek (Liddell-Scott)

πολύγᾰμος: -ον, ὁ πολλάκις εἰς γάμον ἐλθών, ἢ ἔχων πολλὰς γυναῖκας, ζῶν ἐν πολυγαμίᾳ, Πολυδ. Γ΄, 48· ― πολυγᾰμέω, ζῶ ἐν πολυγαμίᾳ, ἔχω πολλὰς γυναῖκας, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-η, -ο
/ πολύγαμος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που έχει συγχρόνως πολλές συζύγους
2. (για άνδρα) παντρεμένος πολλές φορές
νεοελλ.
(για γυναίκα)
1. αυτή που έχει συγχρόνως πολλούς συζύγους
2. (για γυναίκα) παντρεμένη πολλές φορές
3. φρ. «πολύγαμο φυτό» — φυτό του οποίου ένα άτομο φέρει τόσο ερμαφρόδιτα όσο και μονογενή άνθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + γάμος (πρβλ. μονό-γαμος). Η λ., ως επιστημονικός όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. polygamous].