ἀντισήκωσις: Difference between revisions
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' εως ἡ) ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀντισήκωσις:''' εως ἡ уравновешивание: ἀ. γίνεται Her. устанавливается равновесие. | |elrutext='''ἀντισήκωσις:''' εως ἡ [[уравновешивание]]: ἀ. γίνεται Her. устанавливается равновесие. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[from [[ἀντισηκόω]]<br />[[equipoise]], [[compensation]], Hdt. | |mdlsjtxt=[from [[ἀντισηκόω]]<br />[[equipoise]], [[compensation]], Hdt. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:03, 2 September 2022
English (LSJ)
εως, Ion. ιος, ἡ, = ἀντισήκωμα (equipoise, compensation), ἀ. γίνεται Hdt. 4.50 ; equivalence, Plot. 1.4.14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντισήκωσις: -εως, Ἰων. -ιος, ἡ, ἀντιστάθμησις, ἀντισήκωσις γίνεται Ἡρόδ. 4. 50, Δωρ. -σάκωσις, ἀποζημίωσις, ἀποτισάτω διπλασίαν ἀντισάκωσιν τῇ πόλει Ἐπιγρ. Βοιωτ. 3. 4 (Keil).
French (Bailly abrégé)
εως, ion. ιος (ἡ) :
contrepoids, compensation.
Étymologie: ἀντισηκόω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 compensación ἀ. γίνεται Hdt.4.50.
2 movimiento en sentido contrario ἀντισηκώσεως δὲ οἷον ἐπὶ θάτερα πρὸς τὰ ἄριστα γενομένης Plot.1.4.14.
Greek Monolingual
ἀντισήκωσις, η (Α) αντισηκώ
αποκατάσταση ισορροπίας, αντιστάθμισμα.
Greek Monotonic
ἀντισήκωσις: -εως, Ιων. -ιος, ἡ, ισορροπία, αντίβαρο, αντιστάθμισμα, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντισήκωσις: εως ἡ уравновешивание: ἀ. γίνεται Her. устанавливается равновесие.
Middle Liddell
[from ἀντισηκόω
equipoise, compensation, Hdt.