ἀνομάλωσις: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' εως ἡ) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀνομάλωσις:''' εως ἡ уравнение, равномерное распределение (τῶν οὐσιῶν Arst.).
|elrutext='''ἀνομάλωσις:''' εως ἡ [[уравнение]], [[равномерное распределение]] (τῶν οὐσιῶν Arst.).
}}
}}

Revision as of 15:10, 2 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνομάλωσις Medium diacritics: ἀνομάλωσις Low diacritics: ανομάλωσις Capitals: ΑΝΟΜΑΛΩΣΙΣ
Transliteration A: anomálōsis Transliteration B: anomalōsis Transliteration C: anomalosis Beta Code: a)noma/lwsis

English (LSJ)

εως, ἡ, restoration of equality, equalization, ib.1274b9.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνομάλωσις: -εως, ἡ, ἴση διανομὴ πράγματός τινος, ἡ τῶν οὐσιῶν ἀνομάλωσις, ἡ ἴση διανομὴ τῶν περιουσιῶν, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12, 12. - Ἡ ἔννοια δεικνύει ὅτι ἡ λέξις εἶναι σύνθετος ἐκ τῆς ἀνὰ προθ. καὶ τοῦ ῥήματος ὁμαλόω καὶ ὅτι δὲν παράγεται ἐκ τοῦ ἐπιθέτου ἀνώμαλος καὶ διὰ τοῦτο δὲν πρέπει νὰ γράφηται διὰ τοῦ ω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
igualación τῶν οὐσιῶν Arist.Pol.1274b9 (ἀνωμάλωσις cód.).

Greek Monolingual

ἀνομάλωσις, η (Α) [ανομαλώ (-όω)
ίση διανομή («ἡ τῶν οὐσιῶν ἀνομάλωσις» — η ίση διανομή των περιουσιών
Αριστοτέλης).

Russian (Dvoretsky)

ἀνομάλωσις: εως ἡ уравнение, равномерное распределение (τῶν οὐσιῶν Arst.).