χοροήθης: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες:<br />qui a | |btext=ης, ες:<br />qui a l'habitude des chœurs, des danses.<br />'''Étymologie:''' [[χορός]], [[ἦθος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:50, 5 September 2022
English (LSJ)
ες, accustomed to the choral dance, νύμφαι h.Pan.3.
German (Pape)
[Seite 1366] ες, an Chöre, Tanze gewöhnt, H. h. 18, 3.
Greek (Liddell-Scott)
χοροήθης: -ες, ὁ εἰθισμένος εἰς τὴν χορικὴν ὄρχησιν, χοροήθεσι νύμφαις Ὕμν. Ὁμ. 18. 3.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
qui a l'habitude des chœurs, des danses.
Étymologie: χορός, ἦθος.
Greek Monolingual
-όηθες, Α
(ποιητ. τ.) ο εθισμένος στον χορό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + -ήθης (< ἦθος), πρβλ. χειρο-ήθης].
Greek Monotonic
χοροήθης: -ες (ἦθος), συνηθισμένος στη χορική όρχηση, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
χοροήθης: привыкший к хороводам (Νύμφαι HH).
Middle Liddell
χορο-ήθης, ες ἦθος
accustomed to the choral dance, Hhymn.