θύρασιν: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
(17)
mNo edit summary
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θύρασι]](ν) (Α) [[θύρα]]<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> έξω, στην πόρτα, [[εμπρός]] στην πόρτα<br /><b>2.</b> έξω από το [[σπίτι]] ή από τη [[χώρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τοπική [[πτώση]] του [[θύρα]] με [[σημασία]] τοπικού επιρρ.].
|mltxt=[[θύρασι]] ([[θύρασιν]]) (Α) [[θύρα]]<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> έξω, στην πόρτα, [[εμπρός]] στην πόρτα<br /><b>2.</b> έξω από το [[σπίτι]] ή από τη [[χώρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τοπική [[πτώση]] του [[θύρα]] με [[σημασία]] τοπικού επιρρ.].
}}
}}

Revision as of 09:55, 8 September 2022

French (Bailly abrégé)

c. θύρασι.

Greek Monolingual

θύρασι (θύρασιν) (Α) θύρα
επίρρ.
1. έξω, στην πόρτα, εμπρός στην πόρτα
2. έξω από το σπίτι ή από τη χώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τοπική πτώση του θύρα με σημασία τοπικού επιρρ.].