καταδεικνύω: Difference between revisions
From LSJ
καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed
(19) |
m (Text replacement - "ικαῑς" to "ικαῖς") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και καταδείχνω (AM [[καταδεικνύω]], Α και [[καταδείκνυμι]])<br /><b>1.</b> [[ανακαλύπτω]] ή [[επινοώ]] [[κάτι]] και το [[κάνω]] γνωστό («τὸν Ταρτησσὸν οὗτοι εἰσι οἱ καταδέξαντες», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> έχω και [[προβάλλω]] αποδείξεις για να επικυρώσω [[κάτι]], [[αποδεικνύω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κατασκευάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εφευρίσκω]] και [[διδάσκω]] («[[ταύτῃ]] τῇ ἕξει | |mltxt=και καταδείχνω (AM [[καταδεικνύω]], Α και [[καταδείκνυμι]])<br /><b>1.</b> [[ανακαλύπτω]] ή [[επινοώ]] [[κάτι]] και το [[κάνω]] γνωστό («τὸν Ταρτησσὸν οὗτοι εἰσι οἱ καταδέξαντες», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> έχω και [[προβάλλω]] αποδείξεις για να επικυρώσω [[κάτι]], [[αποδεικνύω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κατασκευάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εφευρίσκω]] και [[διδάσκω]] («[[ταύτῃ]] τῇ ἕξει καταδεῖξαι ἰατρικήν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δείχνω]] τον τρόπο με τον οποίο γίνεται [[κάτι]] («οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν ταῖς φονικαῖς δίκαις κατέδειξαν τέμνοντας τὰ [[τομία]] ἐξορκίζεσθαι», Αισχίν.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:07, 9 September 2022
Greek Monolingual
και καταδείχνω (AM καταδεικνύω, Α και καταδείκνυμι)
1. ανακαλύπτω ή επινοώ κάτι και το κάνω γνωστό («τὸν Ταρτησσὸν οὗτοι εἰσι οἱ καταδέξαντες», Ηρόδ.)
2. έχω και προβάλλω αποδείξεις για να επικυρώσω κάτι, αποδεικνύω
μσν.
κατασκευάζω
αρχ.
1. εφευρίσκω και διδάσκω («ταύτῃ τῇ ἕξει καταδεῖξαι ἰατρικήν», Πλάτ.)
2. δείχνω τον τρόπο με τον οποίο γίνεται κάτι («οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν ταῖς φονικαῖς δίκαις κατέδειξαν τέμνοντας τὰ τομία ἐξορκίζεσθαι», Αισχίν.).