ακροβάτις: Difference between revisions

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
(Created page with "{{grml |mltxt=ο ακροβάτηςἀκροβάτης) (Ν θηλ. ακροβάτις και ακροβάτρια)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</...")
 
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }} ")
Line 2: Line 2:
|mltxt=ο [[ακροβάτης]] (Α [[ἀκροβάτης]]) (Ν θηλ. [[ακροβάτις]] και [[ακροβάτρια]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βαδίζει στις μύτες τών ποδιών του<br /><b>2.</b> ο ειδικευμένος [[εκτελεστής]] γυμναστικών ασκήσεων με ή [[χωρίς]] όργανα, όπως η [[σχοινοβασία]], η [[αιώρηση]] κ.ά.<br /><b>3.</b> αυτός που έχει ως [[επάγγελμα]] τις ακροβασίες, ο [[επαγγελματίας]] [[ακροβάτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εκτελεί τελετουργικές ακροβασίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ακρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] <span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακροβατικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακροβασία]], [[ακροβατισμός]], [[ακροβατηδόν]]].
|mltxt=ο [[ακροβάτης]] (Α [[ἀκροβάτης]]) (Ν θηλ. [[ακροβάτις]] και [[ακροβάτρια]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βαδίζει στις μύτες τών ποδιών του<br /><b>2.</b> ο ειδικευμένος [[εκτελεστής]] γυμναστικών ασκήσεων με ή [[χωρίς]] όργανα, όπως η [[σχοινοβασία]], η [[αιώρηση]] κ.ά.<br /><b>3.</b> αυτός που έχει ως [[επάγγελμα]] τις ακροβασίες, ο [[επαγγελματίας]] [[ακροβάτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εκτελεί τελετουργικές ακροβασίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ακρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] <span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακροβατικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακροβασία]], [[ακροβατισμός]], [[ακροβατηδόν]]].
}}
}}
==Translations==
{{trml
Albanian: akrobat; Arabic: بَهْلَوَان‎; Armenian: ակրոբատ; Basque: akrobata; Catalan: acròbata , equilibrista; Chinese Mandarin: 雜技演員, 杂技演员, 馬戲演員, 马戏演员; Czech: akrobat, akrobatka; Danish: akrobat; Dutch: acrobaat, acrobate; Esperanto: akrobato, akrobatino, ekvilibristo, ekvilibristino; Estonian: akrobaat; Finnish: akrobaatti, tasapainotaiteilija; French: acrobate; Georgian: ჯამბაზი; German: Akrobat, Akrobatin; Greek: ακροβάτης, ακροβάτισσα; Ancient Greek: [[ἀκροβάτης]], [[πεταυριστής]], [[πετευριστής]], [[πετευριστήρ]], [[κανδαλιστής]], [[κρημνοβάτης]], [[κυβιστητήρ]], [[ὀρχηστής]], [[ὀρχηστήρ]], [[ἀρνευτήρ]]; Gujarati: કળાબાજ઼; Hebrew: לולין‎; Hindi: कलाबाज़; Hungarian: akrobata; Italian: acrobata; Japanese: アクロバット; Korean: 곡예사; Latin: petaurista, petauristēs, fūnambulus, fūniambulus; Marathi: डोंबारी; Norman: acrobate; Norwegian Bokmål: akrobat; Nynorsk: akrobat; Persian: بندباز‎; Polish: akrobata, akrobatka; Portuguese: acrobata; Romanian: acrobat, acrobată; Russian: акроба́т, акроба́тка; Sanskrit: जायाजीव; Serbo-Croatian Cyrillic: акробата; Roman: akrobata; Slovak: akrobat, akrobatka; Slovene: akrobat, akrobatka; Spanish: acróbata, saltimbanqui, equilibrista; Swedish: akrobat; Tagalog: akrobata, sirkero, magsisirko; Thai: นักโลดโผน; Turkish: akrobat, cambaz
|trtx=Albanian: akrobat; Arabic: بَهْلَوَان‎; Armenian: ակրոբատ; Basque: akrobata; Catalan: acròbata , equilibrista; Chinese Mandarin: 雜技演員, 杂技演员, 馬戲演員, 马戏演员; Czech: akrobat, akrobatka; Danish: akrobat; Dutch: acrobaat, acrobate; Esperanto: akrobato, akrobatino, ekvilibristo, ekvilibristino; Estonian: akrobaat; Finnish: akrobaatti, tasapainotaiteilija; French: acrobate; Georgian: ჯამბაზი; German: Akrobat, Akrobatin; Greek: ακροβάτης, ακροβάτισσα; Ancient Greek: [[ἀκροβάτης]], [[πεταυριστής]], [[πετευριστής]], [[πετευριστήρ]], [[κανδαλιστής]], [[κρημνοβάτης]], [[κυβιστητήρ]], [[ὀρχηστής]], [[ὀρχηστήρ]], [[ἀρνευτήρ]]; Gujarati: કળાબાજ઼; Hebrew: לולין‎; Hindi: कलाबाज़; Hungarian: akrobata; Italian: acrobata; Japanese: アクロバット; Korean: 곡예사; Latin: petaurista, petauristēs, fūnambulus, fūniambulus; Marathi: डोंबारी; Norman: acrobate; Norwegian Bokmål: akrobat; Nynorsk: akrobat; Persian: بندباز‎; Polish: akrobata, akrobatka; Portuguese: acrobata; Romanian: acrobat, acrobată; Russian: акроба́т, акроба́тка; Sanskrit: जायाजीव; Serbo-Croatian Cyrillic: акробата; Roman: akrobata; Slovak: akrobat, akrobatka; Slovene: akrobat, akrobatka; Spanish: acróbata, saltimbanqui, equilibrista; Swedish: akrobat; Tagalog: akrobata, sirkero, magsisirko; Thai: นักโลดโผน; Turkish: akrobat, cambaz
}}

Revision as of 16:20, 10 September 2022

Greek Monolingual

ο ακροβάτηςἀκροβάτης) (Ν θηλ. ακροβάτις και ακροβάτρια)
νεοελλ.
1. αυτός που βαδίζει στις μύτες τών ποδιών του
2. ο ειδικευμένος εκτελεστής γυμναστικών ασκήσεων με ή χωρίς όργανα, όπως η σχοινοβασία, η αιώρηση κ.ά.
3. αυτός που έχει ως επάγγελμα τις ακροβασίες, ο επαγγελματίας ακροβάτης
αρχ.
αυτός που εκτελεί τελετουργικές ακροβασίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο- (Ι) + -βάτης < βαίνω.
ΠΑΡ. ακροβατικός
νεοελλ.
ακροβασία, ακροβατισμός, ακροβατηδόν].

Translations

Albanian: akrobat; Arabic: بَهْلَوَان‎; Armenian: ակրոբատ; Basque: akrobata; Catalan: acròbata , equilibrista; Chinese Mandarin: 雜技演員, 杂技演员, 馬戲演員, 马戏演员; Czech: akrobat, akrobatka; Danish: akrobat; Dutch: acrobaat, acrobate; Esperanto: akrobato, akrobatino, ekvilibristo, ekvilibristino; Estonian: akrobaat; Finnish: akrobaatti, tasapainotaiteilija; French: acrobate; Georgian: ჯამბაზი; German: Akrobat, Akrobatin; Greek: ακροβάτης, ακροβάτισσα; Ancient Greek: ἀκροβάτης, πεταυριστής, πετευριστής, πετευριστήρ, κανδαλιστής, κρημνοβάτης, κυβιστητήρ, ὀρχηστής, ὀρχηστήρ, ἀρνευτήρ; Gujarati: કળાબાજ઼; Hebrew: לולין‎; Hindi: कलाबाज़; Hungarian: akrobata; Italian: acrobata; Japanese: アクロバット; Korean: 곡예사; Latin: petaurista, petauristēs, fūnambulus, fūniambulus; Marathi: डोंबारी; Norman: acrobate; Norwegian Bokmål: akrobat; Nynorsk: akrobat; Persian: بندباز‎; Polish: akrobata, akrobatka; Portuguese: acrobata; Romanian: acrobat, acrobată; Russian: акроба́т, акроба́тка; Sanskrit: जायाजीव; Serbo-Croatian Cyrillic: акробата; Roman: akrobata; Slovak: akrobat, akrobatka; Slovene: akrobat, akrobatka; Spanish: acróbata, saltimbanqui, equilibrista; Swedish: akrobat; Tagalog: akrobata, sirkero, magsisirko; Thai: นักโลดโผน; Turkish: akrobat, cambaz