ἐπάντλησις: Difference between revisions

From LSJ

περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' εως ἡ) ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπάντλησις]], η (Α) [[επαντλώ]]<br /><b>1.</b> η [[επίχυση]], το [[χύσιμο]] υγρού («πρὸς τὰς ἐπαντλήσεις τῶν ὑδάτων», <b>Διόδ.</b>) και μτφ. («τὴν βαρεῑαν ταύτην φλεγμονὴν τῆς καρδίας ἡμῶν τῇ ἐπαντλήσει τῶν παρηγορικῶν λόγων διαφορήσας», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>2.</b> [[άντληση]] νερού.
|mltxt=[[ἐπάντλησις]], η (Α) [[επαντλώ]]<br /><b>1.</b> η [[επίχυση]], το [[χύσιμο]] υγρού («πρὸς τὰς ἐπαντλήσεις τῶν ὑδάτων», <b>Διόδ.</b>) και μτφ. («τὴν βαρεῖαν ταύτην φλεγμονὴν τῆς καρδίας ἡμῶν τῇ ἐπαντλήσει τῶν παρηγορικῶν λόγων διαφορήσας», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>2.</b> [[άντληση]] νερού.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπάντλησις:''' εως ἡ [[наливание]]: πρὸς τὰς ἐπαντλήσεις τῶν ὑδάτων ὄργανα Diod. машины для водоснабжения.
|elrutext='''ἐπάντλησις:''' εως ἡ [[наливание]]: πρὸς τὰς ἐπαντλήσεις τῶν ὑδάτων ὄργανα Diod. машины для водоснабжения.
}}
}}

Revision as of 15:06, 27 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπάντλησις Medium diacritics: ἐπάντλησις Low diacritics: επάντλησις Capitals: ΕΠΑΝΤΛΗΣΙΣ
Transliteration A: epántlēsis Transliteration B: epantlēsis Transliteration C: epantlisis Beta Code: e)pa/ntlhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A pouring over, as of water over a person bathing, Hp.Acut.65 (pl.), D.S.2.10 (v.l. ὑπ-, pl.). 2 pumping, ὑδάτων Stud.Pal.10.259.15 (V.A.D.).

German (Pape)

[Seite 903] ἡ, das Daraufgießen, Hippocr.; ὑδάτων, die Bewässerung, D. Sic. 2, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάντλησις: -εως, ἡ, ἐπίχυσις, ὡς ὅταν ἐπιχέῃ τις ὕδωρ ἐπὶ λουομένου, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξέων 395, Διόδ. 2. 10 (διάφ. γρ. ὑπ-).

Greek Monolingual

ἐπάντλησις, η (Α) επαντλώ
1. η επίχυση, το χύσιμο υγρού («πρὸς τὰς ἐπαντλήσεις τῶν ὑδάτων», Διόδ.) και μτφ. («τὴν βαρεῖαν ταύτην φλεγμονὴν τῆς καρδίας ἡμῶν τῇ ἐπαντλήσει τῶν παρηγορικῶν λόγων διαφορήσας», Γρηγ. Νύσσ.)
2. άντληση νερού.

Russian (Dvoretsky)

ἐπάντλησις: εως ἡ наливание: πρὸς τὰς ἐπαντλήσεις τῶν ὑδάτων ὄργανα Diod. машины для водоснабжения.