βακχεία: Difference between revisions
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα") |
|||
Line 9: | Line 9: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βακχεία]], η (Α) [[Βάκχος]]<br /><b>1.</b> διονυσιακή [[μανία]], οργιαστική [[ευθυμία]], [[φρενίτιδα]]<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> <i> | |mltxt=[[βακχεία]], η (Α) [[Βάκχος]]<br /><b>1.</b> διονυσιακή [[μανία]], οργιαστική [[ευθυμία]], [[φρενίτιδα]]<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> <i>βακχεῖαι</i>, <i>αι</i><br />διονυσιακά όργια<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τῆς φιλοσόφου μανίας καὶ βακχείας» — της τρέλας και του ενθουσιασμού για τη [[φιλοσοφία]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 15:09, 27 September 2022
German (Pape)
[Seite 427] ἡ, 1) Bacchusfest, auch im plur., Eur. Bacch. 215 u. Sp. – 2) (Bacchische) Begeisterung; ἡ φιλόσοφος β. Plat. Conv. 218 b; vgl. Legg. VII, 790 e; so Sp., bes. Plut. – 3) bei Aesch. Ch. 687 die Bacchantin.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
fête de Bacchus.
Étymologie: fém. de Βακχεῖος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. βακχίη Archil.224; Βακχεῖα Hsch.; Βακχία Hsch.
1 bacanal, fiesta en honor de Baco σφᾶς ... παύσω κακούργου τῆσδε βακχείας les haré dejar esas bacanales perversas E.Ba.232, cf. 126, D.H.2.19, περὶ τὴν βακχείαν εἶχεν estaba en la bacanal Ael.VH 13.2, ἡ Διονύσου β. Arr.An.6.28.1, cf. Plu.2.671e, 1119e, τὸν τόπον ἐν κύκλῳ κατεῖχε β. Plu.2.565f, de la danza orgiástica en honor de varias divinidades, Pl.Lg.815c, τὴν μαντικὴν καὶ τὴν βακχείαν ἀπορρίψας Clem.Al.Prot.12.119.3, tb. frec. en plu. γυναῖκας ... δώματ' ἐκλελοιπέναι πλασταῖσι βακχείαισιν E.Ba.218, ἐκερτόμει θεὸν σάς τε βακχείας se burlaba del dios y de tus bacantes E.Ba.1293, ἡ τῶν ἐκφρόνων βακχειῶν ἴασις Pl.Lg.790e, cf. 672b, D.H.2.19.
2 frenesí, delirio βακχεία κακή A.Ch.698, πᾶσα ... β. ... ἐστὶν ἐν τοῖς αὐλοῖς Arist.Pol.1342b4, ἡ τῶν ἀνθρωποθυσιῶν β. Porph.Abst.2.8, βακχία· μανία Hsch.
•fig. furor, embriaguez ἔξωθεν ἕκαστος ἔπινεν· ἐν δὲ βακχίῃ<σιν> ... Archil.l.c., ὅ δ' ἡδον δοὺς ἔς τε βακχείαν πεσών E.Ph.21, πάντες ... κεκοινωνήκατε τῆς φιλοσόφου μανίας τε καὶ βακχείας Pl.Smp.218b, β. ... τῶν λόγων Longin.32.7, τῆς διαβολικῆς ἐκείνης ἐλευθέρωσε βακχείας Thdt.H.Rel.9.4, de la posesión demoníaca, Chrys.Stag.M.47.445A.
Greek Monolingual
βακχεία, η (Α) Βάκχος
1. διονυσιακή μανία, οργιαστική ευθυμία, φρενίτιδα
2. πληθ. βακχεῖαι, αι
διονυσιακά όργια
3. φρ. «τῆς φιλοσόφου μανίας καὶ βακχείας» — της τρέλας και του ενθουσιασμού για τη φιλοσοφία.
Russian (Dvoretsky)
βακχεία: ἡ
1) тж. pl. празднество в честь Вакха Aesch., Eur., Plut.;
2) вакхическое исступление, неистовство Plat., Plut.;
3) ликование Aesch.