περιάδω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(32)
 
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[περιάδω]] ΝΜΑ<br />περιφέρομαι τραγουδώντας («[[ἔνδοθεν]] αύτὸς κεκραγώς, ἑαυτὸν ἀνακλῶν καὶ κατακλῶ, [[ἐνίοτε]] καὶ περιᾴδων τὰ ἰαμβεῑα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>περιάδομαι</i><br />φημίζομαι («Σοφοκλῆς περιᾴδεται... δεινὸς [[εἶναι]] σφαιρίσαι», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> ηχεί [[βόμβος]] [[γύρω]] μου («κωνώπων χορῷ περιᾳδόμενον», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=[[περιάδω]] ΝΜΑ<br />περιφέρομαι τραγουδώντας («[[ἔνδοθεν]] αύτὸς κεκραγώς, ἑαυτὸν ἀνακλῶν καὶ κατακλῶ, [[ἐνίοτε]] καὶ περιᾴδων τὰ ἰαμβεῖα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>περιάδομαι</i><br />φημίζομαι («Σοφοκλῆς περιᾴδεται... δεινὸς [[εἶναι]] σφαιρίσαι», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> ηχεί [[βόμβος]] [[γύρω]] μου («κωνώπων χορῷ περιᾳδόμενον», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 15:09, 27 September 2022

Greek Monolingual

περιάδω ΝΜΑ
περιφέρομαι τραγουδώντας («ἔνδοθεν αύτὸς κεκραγώς, ἑαυτὸν ἀνακλῶν καὶ κατακλῶ, ἐνίοτε καὶ περιᾴδων τὰ ἰαμβεῖα», Λουκιαν.)
μσν.-αρχ.
παθ. περιάδομαι
φημίζομαι («Σοφοκλῆς περιᾴδεται... δεινὸς εἶναι σφαιρίσαι», Ευστ.)
αρχ.
παθ. ηχεί βόμβος γύρω μου («κωνώπων χορῷ περιᾳδόμενον», Πλούτ.).