συγκεντρωτικός: Difference between revisions
From LSJ
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
(39) |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
(One intermediate revision by the same user not shown) | |
(No difference)
|
Latest revision as of 19:28, 27 September 2022
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγκέντρωση
2. φρ. α) «συγκεντρωτικό σύστημα»
(νομ.) η συγκέντρωση στο διοικητικό κέντρο όλων τών εξουσιών και αρμοδιοτήτων
β) «συγκεντρωτικός φακός»
φυσ. φακός που μεταβάλλει μια παράλληλη δέσμη φωτεινών ακτινών σε συγκλίνουσα.
επίρρ...
συγκεντρωτικώς και συγκεντρωτικά Ν
με συγκεντρωτικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκεντρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών].