συμμόρφωση: Difference between revisions
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
(39) |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η /[[συμμόρφωσις]], -ώσεως, ΝΜ [[συμμορφῶ</i> / -<i>ώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[συμμορφώνω]] ή του συμμορφώνομαι, το να γίνεται [[κάτι]] [[σύμφωνο]] ή ταιριαστό με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[συνέτιση]], [[σωφρονισμός]]<br /><b>3.</b> [[υπακοή]], [[πειθαρχία]] («[[συμμόρφωση]] στους νόμους του κράτους»)<br /><b>4.</b> [[προσαρμογή]] («[[συμμόρφωση]] στις περιστάσεις»)<br /><b>5.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[περιποίηση]] της εμφάνισης<br /><b>6.</b> (σχετικά με πράγμ.) [[τακτοποίηση]], [[συγύρισμα]]<br /><b>7.</b> (κοινων. ψυχολ.) το χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]] της συμπεριφοράς ενός ατόμου ή μιας υποομάδας, όταν αυτή η [[συμπεριφορά]] καθορίζεται από τον κανόνα ή το [[πρότυπο]] της ομάδας ή από μία [[εξουσία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[εξομοίωση]] ως [[προς]] τη [[μορφή]]. | |mltxt=η /[[συμμόρφωσις]], -ώσεως, ΝΜ [[συμμορφῶ</i> / -<i>ώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[συμμορφώνω]] ή του συμμορφώνομαι, το να γίνεται [[κάτι]] [[σύμφωνο]] ή ταιριαστό με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[συνέτιση]], [[σωφρονισμός]]<br /><b>3.</b> [[υπακοή]], [[πειθαρχία]] («[[συμμόρφωση]] στους νόμους του κράτους»)<br /><b>4.</b> [[προσαρμογή]] («[[συμμόρφωση]] στις περιστάσεις»)<br /><b>5.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[περιποίηση]] της εμφάνισης<br /><b>6.</b> (σχετικά με πράγμ.) [[τακτοποίηση]], [[συγύρισμα]]<br /><b>7.</b> (κοινων. ψυχολ.) το χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]] της συμπεριφοράς ενός ατόμου ή μιας υποομάδας, όταν αυτή η [[συμπεριφορά]] καθορίζεται από τον κανόνα ή το [[πρότυπο]] της ομάδας ή από μία [[εξουσία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[εξομοίωση]] ως [[προς]] τη [[μορφή]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:40, 27 September 2022
Greek Monolingual
η /συμμόρφωσις, -ώσεως, ΝΜ [[συμμορφῶ / -ώνω]]
νεοελλ.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συμμορφώνω ή του συμμορφώνομαι, το να γίνεται κάτι σύμφωνο ή ταιριαστό με κάτι άλλο
2. συνέτιση, σωφρονισμός
3. υπακοή, πειθαρχία («συμμόρφωση στους νόμους του κράτους»)
4. προσαρμογή («συμμόρφωση στις περιστάσεις»)
5. (σχετικά με πρόσ.) περιποίηση της εμφάνισης
6. (σχετικά με πράγμ.) τακτοποίηση, συγύρισμα
7. (κοινων. ψυχολ.) το χαρακτηριστικό γνώρισμα της συμπεριφοράς ενός ατόμου ή μιας υποομάδας, όταν αυτή η συμπεριφορά καθορίζεται από τον κανόνα ή το πρότυπο της ομάδας ή από μία εξουσία
μσν.
εξομοίωση ως προς τη μορφή.