συμπενθεριάζω: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(39) |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμπενθεριάζω''': ὡς καὶ νῦν, [[ἔρχομαι]] εἰς ἐπιγαμίαν, μετά τινος Κ. Πορφυρ. πρὸς τὸν υἱὸν Ρωμαν. 87, 86. | |lstext='''συμπενθεριάζω''': ὡς καὶ νῦν, [[ἔρχομαι]] εἰς ἐπιγαμίαν, μετά τινος Κ. Πορφυρ. πρὸς τὸν υἱὸν Ρωμαν. 87, 86. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Μ<br /><b>βλ.</b> [[συμπεθεριάζω]]. | |mltxt=Μ<br /><b>βλ.</b> [[συμπεθεριάζω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:45, 27 September 2022
Greek (Liddell-Scott)
συμπενθεριάζω: ὡς καὶ νῦν, ἔρχομαι εἰς ἐπιγαμίαν, μετά τινος Κ. Πορφυρ. πρὸς τὸν υἱὸν Ρωμαν. 87, 86.
Greek Monolingual
Μ
βλ. συμπεθεριάζω.