συνανακύπτω: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνανακύπτω''': [[ἀνακύπτω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τῇ τῆς ψυχῆς φιλεργίᾳ καὶ τὸ [[σῶμα]] συνανηβᾷ καὶ συνανακύπτει Θεμίστ. 223C.
|lstext='''συνανακύπτω''': [[ἀνακύπτω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τῇ τῆς ψυχῆς φιλεργίᾳ καὶ τὸ [[σῶμα]] συνανηβᾷ καὶ συνανακύπτει Θεμίστ. 223C.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[σηκώνω]] το [[κεφάλι]] μου [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀνακύπτω]] «[[σηκώνω]] το [[κεφάλι]]»].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[σηκώνω]] το [[κεφάλι]] μου [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀνακύπτω]] «[[σηκώνω]] το [[κεφάλι]]»].
|mltxt=ΜΑ<br />[[σηκώνω]] το [[κεφάλι]] μου [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀνακύπτω]] «[[σηκώνω]] το [[κεφάλι]]»].
}}
}}

Revision as of 19:53, 27 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνανακύπτω Medium diacritics: συνανακύπτω Low diacritics: συνανακύπτω Capitals: ΣΥΝΑΝΑΚΥΠΤΩ
Transliteration A: synanakýptō Transliteration B: synanakyptō Transliteration C: synanakypto Beta Code: sunanaku/ptw

English (LSJ)

raise up the head along with, Them.Or.18.223c.

German (Pape)

[Seite 999] mit aufducken, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνανακύπτω: ἀνακύπτω ὁμοῦ μετά τινος, τῇ τῆς ψυχῆς φιλεργίᾳ καὶ τὸ σῶμα συνανηβᾷ καὶ συνανακύπτει Θεμίστ. 223C.

Greek Monolingual

ΜΑ
σηκώνω το κεφάλι μου μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀνακύπτω «σηκώνω το κεφάλι»].