σύμπλευρος: Difference between revisions
From LSJ
τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύμπλευρος''': -ον, ὁ πλευρὸν μὲ [[πλευρόν]], ὁ παραπλεύρως κείμενος, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 768D. | |lstext='''σύμπλευρος''': -ον, ὁ πλευρὸν μὲ [[πλευρόν]], ὁ παραπλεύρως κείμενος, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 768D. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />(για [[κομμάτι]] κρέατος) αυτός που [[είναι]] [[μαζί]] με τα [[πλευρά]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διπλανός]], αυτός που βρίσκεται [[δίπλα]] σε [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλευρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]] / [[πλευρόν]]), <b>πρβλ.</b> [[περί]]-<i>πλευρος</i>]. | |mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />(για [[κομμάτι]] κρέατος) αυτός που [[είναι]] [[μαζί]] με τα [[πλευρά]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διπλανός]], αυτός που βρίσκεται [[δίπλα]] σε [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλευρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]] / [[πλευρόν]]), <b>πρβλ.</b> [[περί]]-<i>πλευρος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 27 September 2022
English (LSJ)
ον, side by side, λίθοι Milet.7.57 (Didyma), Rev.Phil. 43.199, 202 (ibid.).
German (Pape)
[Seite 988] Seite an Seite, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σύμπλευρος: -ον, ὁ πλευρὸν μὲ πλευρόν, ὁ παραπλεύρως κείμενος, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 768D.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
μσν.
(για κομμάτι κρέατος) αυτός που είναι μαζί με τα πλευρά
αρχ.
διπλανός, αυτός που βρίσκεται δίπλα σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -πλευρος (< πλευρά / πλευρόν), πρβλ. περί-πλευρος].