λεῦκος: Difference between revisions

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n)}}\n{{grml(\n.*\n}})" to "$1$2")
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />λεῡκος, ὁ (Α) [[λευκός]]<br />[[ονομασία]] ψαριού («ἱερὸν ἰχθύν, ὃν λεῡκον καλέουσι», <b>Θεόκρ.</b>).<br /> <b>(II)</b><br />λεῡκος, ὁ (Μ)<br />η [[λεύκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[λεύκη]] (<i>ἡ</i>), με [[αλλαγή]] γένους].
|mltxt=<b>(I)</b><br />λεῡκος, ὁ (Α) [[λευκός]]<br />[[ονομασία]] ψαριού («ἱερὸν ἰχθύν, ὃν λεῡκον καλέουσι», <b>Θεόκρ.</b>).<br /> <b>(II)</b><br />λεῡκος, ὁ (Μ)<br />η [[λεύκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[λεύκη]] (<i>ἡ</i>), με [[αλλαγή]] γένους].
}}
 
{{grml
|mltxt=Λεῡκος, ὁ (Α)<br />[[θεότητα]] στη Μίλητο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λευκός]], με αναβιβασμό του τόνου ([[πρβλ]]. <i>φαιδρά</i> > [[Φαίδρα]], [[γλαυκός]] > <i>Γλαύκος</i>)].
|mltxt=Λεῡκος, ὁ (Α)<br />[[θεότητα]] στη Μίλητο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λευκός]], με αναβιβασμό του τόνου ([[πρβλ]]. <i>φαιδρά</i> > [[Φαίδρα]], [[γλαυκός]] > <i>Γλαύκος</i>)].
}}
}}

Revision as of 20:22, 27 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεῦκος Medium diacritics: λεῦκος Low diacritics: λεύκος Capitals: ΛΕΥΚΟΣ
Transliteration A: leûkos Transliteration B: leukos Transliteration C: leykos Beta Code: leu=kos

English (LSJ)

ὁ, name of a fish (cf. λευκίσκος), Theoc.Beren.4, cf. Arist. HA567a20.

German (Pape)

[Seite 34] ὁ, Name eines Fisches, Theocr. bei Ath. VII, 284 a. Vgl. Arist. H. A. 6, 13, οἱ λευκοὶ καλούμενοι ἰχθύες.

Greek (Liddell-Scott)

λεῦκος: ὁ, ὄνομα ἰχθύος (πρβλ. λευκίσκος), Θεόκρ. παρ’ Ἀθην. 284A, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 13, 1.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sorte de poisson (cf. λευκίσκος).
Étymologie: λευκός.

Greek Monolingual

Λεῡκος, ὁ (Α)
θεότητα στη Μίλητο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκός, με αναβιβασμό του τόνου (πρβλ. φαιδρά > Φαίδρα, γλαυκός > Γλαύκος)].