εὐανάτρεπτος: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὐᾰνάτρεπτος:''' без труда опрокидываемый, т. е. непрочный (actiones Cic.).
|elrutext='''εὐᾰνάτρεπτος:''' [[без труда опрокидываемый]], т. е. [[непрочный]] (actiones Cic.).
}}
}}

Revision as of 17:22, 29 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐανάτρεπτος Medium diacritics: εὐανάτρεπτος Low diacritics: ευανάτρεπτος Capitals: ΕΥΑΝΑΤΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: euanátreptos Transliteration B: euanatreptos Transliteration C: evanatreptos Beta Code: eu)ana/treptos

English (LSJ)

ον,
A easy to upset, actiones Cic.Att.2.14.1, cf.Heph.Astr.Praef.; easily refuted, Iamb.Protr.21.κ.
2 Medic., 'shaky', Gal.18(1).605; but τὸ τῆς σαρκὸς εὐ. mobility, Id.UP1.7.

German (Pape)

[Seite 1056] leicht umzukehren, umzustoßen, Cic. Att. 2, 14, 1.

Greek (Liddell-Scott)

εὐανάτρεπτος: -ον, εὐκόλως ἀνατρεπόμενος, Κικ. πρὸς Ἀττ. 2. 14, 1, Γαλην. τ. 12. σ. 407C, Ἰαμλ. Προτρ. σ. 149, 4, κλ.

Greek Monolingual

εὐανάτρεπτος, -ον (Α)
1. αυτός που ανατρέπεται, αναποδογυρίζει εύκολα
2. αυτός που ανασκευάζεται, αναιρείται εύκολα
3. ιατρ. ο φιλάσθενος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐανάτρεπτον
(για τον ανθρώπινο οργανισμό) η ευπάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ανα-τρεπτος (< ανα-τρέπω)].

Russian (Dvoretsky)

εὐᾰνάτρεπτος: без труда опрокидываемый, т. е. непрочный (actiones Cic.).