βαλανειόμφαλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust

Menander, Monostichoi, 151
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 9: Line 9:
|Beta Code=balaneio/mfalos
|Beta Code=balaneio/mfalos
|Definition=ον, [[with a boss like the valve of a bath]], <b class="b3">φιάλη β</b>. a cup [[with a round bottom]], <span class="bibl">Cratin. 50</span>.
|Definition=ον, [[with a boss like the valve of a bath]], <b class="b3">φιάλη β</b>. a cup [[with a round bottom]], <span class="bibl">Cratin. 50</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=(βᾰλᾰνειόμφᾰλος) -ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[βαλανόμφαλος]] Hsch.<br />[[con una protuberancia en el medio]] δέχεσθε φιάλας τάσδε βαλανειομφάλους Cratin.54.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βᾰλᾰνειόμφαλος''': -ον, [[φιάλη]] βαλ., ἔχουσα κυρτὸν τὸν πυθμένα, ὀμφαλωτή, Κρατῖν. Δραπ. 9, [[ἔνθα]] καὶ Meineke· «Καλεῖται δ’ [[οὕτως]] ὅτι τῶν φιαλῶν οἱ ὀμφαλοὶ καὶ τῶν βαλανείων οἱ θόλοι παρόμοιοι» Ἀθήν. 11, 501· πρβλ. Ἡσύχ. καὶ Σουΐδ.
|lstext='''βᾰλᾰνειόμφαλος''': -ον, [[φιάλη]] βαλ., ἔχουσα κυρτὸν τὸν πυθμένα, ὀμφαλωτή, Κρατῖν. Δραπ. 9, [[ἔνθα]] καὶ Meineke· «Καλεῖται δ’ [[οὕτως]] ὅτι τῶν φιαλῶν οἱ ὀμφαλοὶ καὶ τῶν βαλανείων οἱ θόλοι παρόμοιοι» Ἀθήν. 11, 501· πρβλ. Ἡσύχ. καὶ Σουΐδ.
}}
{{DGE
|dgtxt=(βᾰλᾰνειόμφᾰλος) -ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[βαλανόμφαλος]] Hsch.<br />[[con una protuberancia en el medio]] δέχεσθε φιάλας τάσδε βαλανειομφάλους Cratin.54.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βαλανειόμφαλος]], -ον (Α)<br />(για [[φιάλη]]) με κυρτό, ομφαλωτό πυθμένα (σε [[σχήμα]] πώματος μπανιέρας).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαλανείον]] «[[λουτρό]]» <span style="color: red;">+</span> [[ομφαλός]] «[[πώμα]] με το οποίο κλεινόταν ο [[εξαγωγός]] βαλανείου»].
|mltxt=[[βαλανειόμφαλος]], -ον (Α)<br />(για [[φιάλη]]) με κυρτό, ομφαλωτό πυθμένα (σε [[σχήμα]] πώματος μπανιέρας).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαλανείον]] «[[λουτρό]]» <span style="color: red;">+</span> [[ομφαλός]] «[[πώμα]] με το οποίο κλεινόταν ο [[εξαγωγός]] βαλανείου»].
}}
}}

Revision as of 10:33, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰλᾰνειόμφᾰλος Medium diacritics: βαλανειόμφαλος Low diacritics: βαλανειόμφαλος Capitals: ΒΑΛΑΝΕΙΟΜΦΑΛΟΣ
Transliteration A: balaneiómphalos Transliteration B: balaneiomphalos Transliteration C: valaneiomfalos Beta Code: balaneio/mfalos

English (LSJ)

ον, with a boss like the valve of a bath, φιάλη β. a cup with a round bottom, Cratin. 50.

Spanish (DGE)

(βᾰλᾰνειόμφᾰλος) -ον
• Alolema(s): βαλανόμφαλος Hsch.
con una protuberancia en el medio δέχεσθε φιάλας τάσδε βαλανειομφάλους Cratin.54.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰλᾰνειόμφαλος: -ον, φιάλη βαλ., ἔχουσα κυρτὸν τὸν πυθμένα, ὀμφαλωτή, Κρατῖν. Δραπ. 9, ἔνθα καὶ Meineke· «Καλεῖται δ’ οὕτως ὅτι τῶν φιαλῶν οἱ ὀμφαλοὶ καὶ τῶν βαλανείων οἱ θόλοι παρόμοιοι» Ἀθήν. 11, 501· πρβλ. Ἡσύχ. καὶ Σουΐδ.

Greek Monolingual

βαλανειόμφαλος, -ον (Α)
(για φιάλη) με κυρτό, ομφαλωτό πυθμένα (σε σχήμα πώματος μπανιέρας).
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαλανείον «λουτρό» + ομφαλός «πώμα με το οποίο κλεινόταν ο εξαγωγός βαλανείου»].