βαρυσκελής: Difference between revisions
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=baruskelh/s | |Beta Code=baruskelh/s | ||
|Definition=ές, [[heavy in the legs]], [[slow]], <span class="bibl">Trag.Adesp.250</span>. | |Definition=ές, [[heavy in the legs]], [[slow]], <span class="bibl">Trag.Adesp.250</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(βᾰρυσκελής) -ές<br />[[lento]] ref. a Aquiles, la médula οὐ βαρυσκελῆ ποεῖ <i>Trag.Adesp</i>.250. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βᾰρῠσκελής''': -ές, ὁ ἔχων βαρέα σκέλη, [[βραδύς]], Ἡσύχ. | |lstext='''βᾰρῠσκελής''': -ές, ὁ ἔχων βαρέα σκέλη, [[βραδύς]], Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βαρυσκελής]] (-οῦς), -ές (AM)<br />αυτός που νιώθει τα πόδια του [[βαριά]], ο [[δυσκίνητος]]. | |mltxt=[[βαρυσκελής]] (-οῦς), -ές (AM)<br />αυτός που νιώθει τα πόδια του [[βαριά]], ο [[δυσκίνητος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 1 October 2022
English (LSJ)
ές, heavy in the legs, slow, Trag.Adesp.250.
Spanish (DGE)
(βᾰρυσκελής) -ές
lento ref. a Aquiles, la médula οὐ βαρυσκελῆ ποεῖ Trag.Adesp.250.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρῠσκελής: -ές, ὁ ἔχων βαρέα σκέλη, βραδύς, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
βαρυσκελής (-οῦς), -ές (AM)
αυτός που νιώθει τα πόδια του βαριά, ο δυσκίνητος.